αγγος
1άγγος — ἄγγος ( εος), το (Α) 1. δοχείο για υγρά (κρασί, γάλα), κάδος για το πάτημα των σταφυλιών, σταμνί και κουβάς για νερό, ποτήρι 2. δοχείο για στερεά, κιβώτιο για τροφές, για ενδύματα 3. υδρία όπου τοποθετούσαν την τέφρα τού νεκρού, τεφροδόχος,… …
2ἄγγος — vessel neut nom/voc/acc sg …
3Κακὸν ἄγγος οὐ κλάται. — См. Битая посуда два века живет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4ἄγγει — ἄγγος vessel neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄγγεϊ , ἄγγος vessel neut dat sg (epic ionic) ἄγγος vessel neut dat sg …
5ἄγγη — ἄγγος vessel neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄγγος vessel neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
6στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …
7ύσπλαγξ — αγγος και ακος, ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ὕσπληγξ …
8ἀγγέων — ἄγγος vessel neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …
9ἀγγῶν — ἄγγος vessel neut gen pl (attic epic doric) …
10ἄγγεα — ἄγγος vessel neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …