-
1 αγγελία
[ангелиа] ουσ. Θ. весть, объявление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγγελία
-
2 объявление
объявление с η ανακοίνωση· доска \объявленией о πίνακας ανακοινώσεων; давать \объявление βάζω μία αγγελία* * *сη ανακοίνωσηдоска́ объявле́нией — ο πίνακας ανακοινώσεων
дава́ть объявле́ние — βάζω μία αγγελία
-
3 публикация
публикацияж1. (действие) ἡ δημο-σίευση [-ις], ἡ ἐκδοση:\публикация книги ἡ ἐκδοση βιβλίου· \публикация статьи ἡ δημοσίευση ἄρθρου·2. (объявление) ἡ ἀγγελία, ἡ είδοποίηση[-ις], τό δημοσίευμα:\публикация в газете ἀγγελία στίς ἐφημερίδες. -
4 анонс
фин. η αναγγελία, η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анонс
-
5 нотис
(извещение, уведомление) η ειδοποίηση, η προειδοποίηση, η αγγελία, η παρατήρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нотис
-
6 объявление
1. (действие) η δήλωση, η ανακοίνωση, η κοινοποίηση, (напр. войны) η κήρυξη 2. (в газете) η αγγελία, η ανακοίνωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > объявление
-
7 публикация
1. (действие) η δημοσίευση, η έκδοση 2. (объявление) το δημοσίευμα, η αγγελία 3. (статья) η επιφυλλίδαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > публикация
-
8 сообщение
1. (известие) η ανακοίνωσηη είδησηη κοινοποίηση2. (текст, донесение) η πληροφορία 3. (транспортное обслуживание) η συγκοινωνίαвоздушное - εναέρια -, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщение
-
9 анонс
анонсΜή ἀγγελία, ἡ γνωστοποίήση [-ις]. -
10 афиша
афишаж ἡ ἀγγελία, τό τοιχοκόλλημα, ἡ ἀφίσα. -
11 делать
дела||тьнесов1. (действовать) κά(μ)-νω, ἐνεργῶ, πράττω:что нам \делать? τί νά κάνουμε;· не говорить надо, а \делать δέν χρειάζονται λόγια, χρειάζονται ἔργα· \делать по-своему κά(μ)νω ὀπως θέλω·2. (производить) κά(μ)νω, ποιῶ, κατασκευάζω, φτιάνω·3. (εοβ«ρωα/ηί>)κά(μ)νω:\делать попытку κά(μ)νω ἀπόπειρα, ἀποπειρωμαι· \делать поку́пки κά(μ)νω ψώνια, ψωνίζω· \делать ошибки κά(μ)νω λάθη· \делать доклад κά(μ)νω είσ-ήγηση· \делать объявление βγάζω ἀνακοίνωση, κά(μ)νω ἀγγελία· ◊ \делать вывод βγάζω τό συμπέρασμα, συμπεραίνω· \делать вид, что... κά(μ)νω πώς..., προσποιούμαι ὅτι...·\делать возможным καθιστώ δυνατό· нечего \делать δέν γίνεται τίποτε· от нечего \делать γιά νά περνάει ἡ ὠρα·\делать счастливым кого́-л. κά(μ)-νω (или καθιστώ) εὐτυχή· \делать честь кому-л. τιμάω, περιποιῶ τιμήν \делать пятьдесят километров в час διανύω πενήντα χιλιόμετρα τήν ὠρα· \делать крюк κά(μ)νω γϋρο, κά(μ)νω κύκλο· \делать выбор διαλέγω, κά(μ)νω ἐκλογή· \делать выговор τιμωρώ μέ μομφή· что \делать! τί νά κά(μ)νω!, τί νά κάνουμε!. -
12 объявление
объявлениес1. (действие) ἡ δήλω-στ) [-ας], ἡ (προ)κήρυξη [-ις], ἡ ἀνακοί-νωση [-ις] / ἡ κοινοποίηση [-ις] (приговора, решения):\объявление войны ἡ κήρυξη [-ις] πολέ· μου·2. (в газете, по радио и т. п.) ἡ ἀγγελία, ἡ ἀνακοίνωση. -
13 повестка
повестк||аж ἡ είδοποίηση [-ις], ἡ ἀγγελία (уведомление) / ἡ κλήση [-ις], ἡ κλήτευση [-ις] (в суд) / ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα (в армию)· ◊ \повестка дия ἡ ἡμερήσια διάταξη· поставить на \повесткау дня βάζω στήν ἡμερησία διάταξη· снять с \повесткаи дня βγάζω ἀπό τήν ἡμερησία διάταξη. -
14 анонс
[ανόνς] ουσ. α. αγγελία, γνωστοποίηση -
15 афиша
[αφίσα] ουσ. α αγγελία -
16 объявление
[αμπ'γιαβλιένιιε] ουσ. ο. δήλωση, ανακοίνωση, αγγελία -
17 анонс
[ανόνς] ουσ α αγγελία, γνωστοποίηση -
18 афиша
[αφίσα] ουσ α αγγελία -
19 объявление
[αμπ'γιαβλιένιιε] ουσ ο δήλωση, ανακοίνωση, αγγελία -
20 анонс
-а α.αγγελία, γνωστοποίηση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)