αγαν

  • 121κάρβανος — κάρβανος, ον (Α) βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν] …

    Dictionary of Greek

  • 122λαβροστομώ — λαβροστομῶ, έω (Α) μιλώ με θρασύτητα («σὺ δ ἡσύχαζε μηδ ἄγαν λαβροστόμει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + στομῶ (< στόμος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ, ψευδο στομώ] …

    Dictionary of Greek

  • 123λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 124μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 125μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 126μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… …

    Dictionary of Greek

  • 127νουθέτημα — το (ΑΜ νουθέτημα) [νουθετώ] συμβουλή, παραίνεση, νουθέτηση («ἄγαν δὲ μωραίνοντι νουθετήματα», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 128ορσύνω — και πορσυνῶ, έω, και πορσαίνω, Α [πόρσω] 1. ετοιμάζω, προετοιμάζω, παρασκευάζω (α. «δαῑτα πορσύνοντες», Σοφ. β. καὶ παισὶ πόρσυν οἷα χρὴ καθ ἡμέραν», Ευρ.) γ) «οὓς μὲν ἂν ὁρῶσιν πορσύνοντας τὰ ἐπιτήδεια», Ξεν.) 2. προσφέρω, αφιερώνω («τρίτον… …

    Dictionary of Greek