αγαν

  • 111DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 112αγάζω — ἀγάζω (Α) [ἄγαν] εξυψώνω υπέρμετρα, εκθειάζω, εξυμνώ …

    Dictionary of Greek

  • 113αγάννιφος — ἀγάννιφος, ον (Α) χιονοσκέπαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + νίφα (= χιόνι)] …

    Dictionary of Greek

  • 114αγάφθεγκτος — ἀγάφθεγκτος, ον (Α) μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + φθέγγομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 115αγα- — ἀγα (επιτατικά πρόθημα) (Α) πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. συνδέεται με το αβεστ. aš , π.χ. aš aoĵah (= με πολλή δύναμη), οπότε το α (αγ α) είναι απλό «φωνητικό στήριγμα» (Schwyzer). Αλλοι τό συνδέουν με το μέγα, τού οποίου μπορεί να θεωρηθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 116αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …

    Dictionary of Greek

  • 117αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 118ενύπνιος — ἐνύπνιος, ον (Α) 1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ ἀληθεῑς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον στον ύπνο («θεῑός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 119επιστρέφω — (AM ἐπιστρέφω) [στρέφω] επανέρχομαι, γυρίζω πίσω («θα επιστρέψω σε μία ώρα») μσν. νεοελλ. στέλνω κάτι πίσω («επέστρεψα τα βιβλία») μσν. 1. ανταποδίδω 2. απομακρύνω, αποτρέπω από κάτι κακό 3. μεταβάλλω 4. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη 5. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120ικταίνω — ἰκταίνω (Α) χτυπώ, ωθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ἴκταρ (Ι)* και απαντά εν συνθέσει σε γλώσσα τού Αριστάρχου: ὑπερ ικταίνοντο ἄγαν ἐπάλλοντο] …

    Dictionary of Greek