-
1 αγάπη
[агали] ουσ. Θ. любовь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγάπη
-
2 любовь
любовь ж η αγάπη, ο έρωτας* материнская \любовь η στοργή· \любовь κ родине η αγάπη για την πατρίδα* * *жη αγάπη, ο έρωταςматери́нская любо́вь — η στοργή
любо́вь к ро́дине — η αγάπη για την πατρίδα
-
3 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
4 к
к (ко ) 1) (о направлении) σε, για προς иди ко мне! έλα σ'εμένα! подойдём к ним (ας) πάμε κοντά τους 2) (о времени) κατά, προς; приходите к пяти часам ελάτε κατά τις πέντε; κ вечеру κατά το βράδυ 3) (по отношению к) προς, για любовь к родине η αγάπη προς την πατρίδα* * *= ко1) ( о направлении) σε, για; προςиди́ ко мне! — έλα σ'εμένα!
2) ( о времени) κατά, προςприходи́те к пяти́ часа́м — ελάτε κατά τις πέντε
к ве́черу — κατά το βράδυ
3) ( по отношению к) προς, γιαлюбо́вь к ро́дине — η αγάπη προς την πατρίδα
-
5 привязанность
-
6 увлечение
увлечение с 1) (воодушевление) о ενθουσιασμός, το πάθος 2) (кем-чем-л.) η αγάπη* * *с1) ( воодушевление) ο ενθουσιασμός, το πάθος2) (кем-чем-л.) η αγάπη -
7 любящий
любящий1. прич. от любить·2. прил φιλόστοργος, στοργικός, προσφιλής, ἀγαπητός:\любящий взгляд βλέμμα γεμάτο ἀγάπη· \любящий Вас (в письмах) μέ ἀγάπη. -
8 пристрастие
пристрастиес1. τό πάθος, ἡ μεγάλη ἀγάπη γιά κάτι:\пристрастие к вину́ ἀγάπη στό κρασί·2. (необъективное отношение) ἡ μεροληψία, ἡ ἐμπάθεια, ἡ προκατάληψη:проявить \пристрастие δείχνω (или ἐπιδεικνύω) μεροληψία· относиться с \пристрастиеμ φέρνομαι μέ ἐμπάθεια, μεροληπτώ. -
9 родительский
роди́тельск||ийприл πατρικός, πάτριος:\родительский дом τό πατρικό σπίτι· \родительскийая любовь ἡ πατρική ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων. -
10 увлечение
увлечени||ес1. (пыл, воодушевление) ὁ ἐνθουσιασμός, ὁ ζήλος, ἡ ζέση·2. (кем-л., чем-л.) τό πάθος, ἡ μανία γιά κάτι:\увлечениея молодости οἱ νεανικές τρέλλες·3. (предмет увлечения) ἡ ἀγάπη, ὁ ἔρω-τας:она́ \увлечение его́ последнее \увлечение αὐτή εἶναι ἡ τελευταία του ἀγάπη. -
11 влюбленность
влюб||ленностьж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ὁ Ερωτας. -
12 влюбленный
влюб||ленныйприл ἐρωτευμένος, ἐρωτοχτυπημένος:быть \влюбленныйленным в кого-л., во что-л. εἶμαι ἐρωτευμένος· \влюбленныйлен-ный взгляд ματία γεμάτη ἀγάπη, τό στοργικό βλέμμα. -
13 голубка
голубкаж1. ἡ περιστερά·2. ласк. ἀγάπη μου, ἀγαπητή μου. -
14 голубушка
голубушкаж разг ласк. πουλάκι μου, ἀγάπη μου. -
15 искусство
иску́сств||ос1. ἡ τέχνη, ἡ καλλιτεχ-νία:изящи́ые \искусствоа οἱ καλές τέχνες· изобразительные \искусствоа οἱ είκαστικές τέχνες· прикладное \искусство οἱ ἐφαρμοσμένες τέχνες· произведение \искусствоа τό ἔργο τέχνης·2. (умение, мастерство) ἡ τέχνη, ἡ δεξιοτεχνία, ἡ ίκανότητα [-ης]:военное \искусство ἡ πολεμική τέχνη· \искусство управления ἡ διοικητική ικανότητα· с большим \искусствоом μέ μεγάλη τέχνη· владеть \искусствоом чего́-л. κατέχω τήν τέχνη νά...· ◊ из любви́ к \искусствоу γι ' ἀγάπη τής τέχνης· по всем правилам \искусствоа μέ ὀλους τους κανόνες, μέ ὀλους τους κανόνες τής τέχνης. -
16 исполниться
исполнить||ся1. (осуществляться) ἐκτελοῦμαι, ἐκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι·2. безл (о летах) συμπληρώνομαι, κλείνω:мальчику исполняется десять лет τό παιδί κλείνει τά δέκα χρόνια·3. (проникаться, наполняться) γεμίζω (άμ£τ.), πληρώνομαι:\исполнитьсяся любовью к кому́-л. εἶμαι γεμάτος ἀγάπη γιά κάποιον. -
17 к
кпредлог с дат. ἡ. ί. (куда-л., по направлению к...) σέ, προς:к югу προς νό-τον приближаться к до́му πλησιάζω στό σπίτι· зайти́ к врачу́ πηγαίνω στό γιατρό-обращаться к прису́тствующим ἀπευθύνομαι προς τους παριστάμενους·2. (вплотную κ) σέ, προς, κοντά:подойти́ к две-ри πλησιάζω στήν πόρτα13. (при указании назначения) γιά, σέ:сухари́ к чаю παξιμάδια γιά τό τσάι·4. (при прикреплении, присоединении) σέ:приклеить что́-л. к чему́-л. κολλῶ κάτι πάνω σέ κάτι· к двум прибавить пять στά δύο προσθέτω πέντε· присоединиться к гуляющим πάω μαζί μ· αὐτούς πού κάνουν περίπατο· к тому́ же ἐπί πλέον, ἐκτος αὐτού·5. (по отношению κ) προς, γιά, σέ, μέ:любовь к детям ἡ ἀγάπη γιά τά παιδιά· ласковый ко всем γλυκομίλητος μέ ὀλους·6. (для) προς, γιά·7. (при обозначении срока) κατά, προς:к пяти́ часам κατά τίς πέντε ἡ ὠρα· к субботе προς τό Σάββατο· к вечеру κατά τό βράδυ· ◊ лицом к лицу́ πρόσωπο μέ πρόσωπο· плечом к плечу́ ὁ ἔνας κοντά στον ἄλλον к слову сказать μιά πού τό ἔφε-ρε ὁ λογος· к лучшему προς τό καλύτερο· к несчастью δυστυχώς· к счастью εὐτυχῶς· к сожалению δυστυχώς· к моему́ большому удовольствию προς μεγάλη μου εὐχαρίστηση. -
18 крошка
крошк||аж1. (хлебная) τό θρύμμα, τό ψίχουλο:ни \крошкаи οὔτε ἕνα ψίχουλο·2. ласк. ἀγάπη μου, χρυσό μου, μωρό μου. -
19 любвеобильный
любвеобильныйприл γεμάτος ἀγάπη. -
20 любовь
любовьж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή / ὁ ἐρωτας, ὁ ἔρως (тк. чувственная).
См. также в других словарях:
ἀγάπη — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱γάπη , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd sg (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπῃ — ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
αγάπη — η 1. η στοργή, η αφοσίωση σε κάτι: Είχε μεγάλη αγάπη στομικρό του γιο. 2. έρωτας, πόθος: Πεθαίνει από αγάπη. 3. το πρόσωπο που αγαπά κανείς: Παντρεύουν την αγάπη του κι είναι πολύ θλιμμένος. 4. συμφιλίωση: Επιτέλους έκαμαν αγάπη (συμφιλιώθηκαν).… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγαπῇ — ἀγαπάω greet with affection pres subj mp 2nd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres subj act 3rd sg (doric) ἀγαπάω greet with affection pres ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀγαπάω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπαι — ἀγάπη love fem nom/voc pl ἀγάπᾱͅ , ἀγάπη love fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπηι — ἀγάπῃ , ἀγάπη love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαπᾶν — ἀγάπη love fem gen pl (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαπῶν — ἀγάπη love fem gen pl ἀγαπάω greet with affection pres part act masc voc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act neut nom/voc/acc sg ἀγαπάω greet with affection pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀγαπάω greet with affection pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπαις — ἀγάπη love fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγάπην — ἀγάπη love fem acc sg (attic epic ionic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀ̱γάπην , ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀγαπάω greet with affection imperf ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)