αβίαστος
1ἀβίαστος — unforced masc/fem nom sg …
2αβίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βιάστηκε, δεν εξαναγκάστηκε: Ό,τι έκαμα το έκαμα αβίαστος. 2. αυτός που γίνεται απλά και χωρίς εκζήτηση: Ο λόγος του ήταν φυσικός και αβίαστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3αβίαστος — η, ο (Α ἀβίαστος, ον) [βιάζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία 2. εκούσιος, θεληματικός 3. απροσποίητος, φυσικός νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό …
4άβιαστος — η, ο χωρίς βιασύνη, ατάραχος: Μόλο που βλεπε τους άλλους να τρέχουν, αυτός βάδιζε άβιαστος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός …
6ἀβιάστως — ἀβίαστος unforced adverbial ἀβίαστος unforced masc/fem acc pl (doric) …
7ἀβίαστον — ἀβίαστος unforced masc/fem acc sg ἀβίαστος unforced neut nom/voc/acc sg …
8ἀβιάστοις — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat pl …
9ἀβιάστου — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen sg …
10ἀβιάστων — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen pl …
- 1
- 2