αίφνης
1αἴφνης — suddenly indeclform (adverb) …
2αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… …
3άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… …
4αίψα — αἶψα επίρρ. (Α) 1. αμέσως, γρήγορα, ευθύς 2. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από τ. *αἰπ σ ӑ, που σημασιολογικά (γρήγορος, απότομος, ξαφνικός) και μορφολογικά συνδέεται πιθ. με τη ρίζα τών λ. αἶπος*, αἰπὺς* (πρβλ. και το επίρρ.… …
5αιφνίδιος — ια, ιο (Α αἰφνίδιος, ιον) απροσδόκητος, ανέλπιστος, ξαφνικός αρχ. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τὸ αἰφνίδιον αιφνιδίως, ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴφνης. ΠΑΡ. μσν. αἰφνιδιάζω] …
6ακραιφνής — ές (Α ἀκραιφνής) καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος νεοελλ. άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής αρχ. άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. *ἀκεραιο φανὴς <… …
7εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… …
8εξαίφνης — (AM ἐξαίφνης) [αίφνης] επίρρ. ξαφνικά, απροσδόκητα αρχ. μσν. αμέσως, ευθύς μσν. (με άρθρο ως επίθ.) ξαφνικός, απροσδόκητος («ή ἐξαίφνης συμφορά») αρχ. φρ. «τὸ ἐξαίφνης» η στιγμή ή ο σύντομος χρόνος μεταξύ δύο χρονικών σημείων …
9μία — και μια, η (ΑΜ μία) θηλ. τού ένας (εἷς) νεοελλ. 1. θηλ. τού απόλυτου αριθμητικού ένας, μία και μια, ένα, που εκφράζει την έννοια τής μονάδας 2. θηλ. τού αόρ. άρθρ. ένας, μία και μια, ένα 3. (θηλ. τής αόριστης αντωνυμίας ένας, μία και μια, ένα)… …
10μεταίφνιος — μεταίφνιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αιφνίδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αίφνιος (< αἴφνης)] …