αίσιν
1αἶσιν — αἶσις fem acc sg …
2αἷσιν — ὅς yas fem dat pl …
3Που Γι, Αϊσίν Τζορό — (Πεκίνο 1906 – 1982). Ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας. Ανέβηκε στον θρόνο της Κίνας σε ηλικία 2 ετών με το όνομα Χσυάν – τ’ ουνγκ, αλλά 3 χρόνια αργότερα μετά το επαναστατικό κίνημα του οποίου αρχηγός ήταν ο Σουν Γιατ Σεν, υπογράφτηκε, στο… …
4AESIS — Umbriae civitas, Ptolemaeo Αἶσις, at Straboni Αἴσιον, unde Plinio l. 3. c. 14. oppidani sunt Aesinates. Idem l. 11. c. 42. quod est de diversitate caseorum Aesinatem ex Umbria. longitud. 37. 00. latitud. 43. 35. Item Umbriae fluv. Strab. l. 5.… …
5οικωφελία — οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) [οικωφελής] οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνη («δῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.) …
6αἰκίαισιν — αἰκί̱αισιν , αἰκία insulting treatment fem dat pl (epic ionic aeolic) …
7Αἰτναίαισιν — Αἰτναί̱αισιν , Αἰτναῖος of fem dat pl (epic ionic aeolic) …
8εἰδυίαισιν — εἰδυί̱αισιν , οἶδα see perf part act fem dat pl (epic ionic aeolic) …
9θείαισιν — θεία one s father s fem dat pl (epic ionic aeolic) θεί̱αισιν , θεῖος 1 of fem dat pl (epic ionic aeolic) …
10μαντείαισιν — μαντεία prophetic power fem dat pl (epic ionic aeolic) μαντεί̱αισιν , μαντεῖος oracular fem dat pl (epic ionic aeolic) …
- 1
- 2