αίμασι
1αἵμασι — αἵ̱μασι , αἷμα blood neut dat pl …
2νεόφονος — νεόφονος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο 2. αυτός που ανήκει σε φόνο που έγινε πρόσφατα («μητρὸς νεοφόνοις ἐν αἵμασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + φόνος (< θείνω* «σκοτώνω»), πρβλ. αρτί φονος, μελισσόφονος. Η… …