-
1 αίθουσα
[этуса] ουσ. Θ. зал, салон, гостиная,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίθουσα
-
2 зал
зал м η αίθουσα, η σάλα \зал ожидания η αίθουσα αναμο νής актовый \зал η αίθουσα τελετών* * *мη αίθουσα, η σάλαзал ожида́ния — η αίθουσα αναμονής
а́ктовый зал — η αίθουσα τελετών
-
3 зал
-а α.αίθουσα, σάλα•актовый зал αίθουσα σχολικών εορτών και συγκεντρώσεων•
читальный зал αναγνωστήριο•
зрительный зал η αίθουσα του θεάτρου•
концертный зал αίθουσα συναυλιών•
зал ожидания αίθουσα αναμονής•
танцевальный зал αίθουσα χορού.
-
4 зал
залм ἡ αίθουσα, ἡ σάλα:актовый \зал ἡ αίθουσα τελετών· \зал ожидания ἡ αίθου· σα ἀναμονής· зрительный \зал ἡ αίθουσα, ἡ πλατεία (θεάτρου κ.λ.π.)· гимнастический \зал ἡ αίθουσα γυμναστικής, τό γυμναστήριο· читальный \зал τό ἀναγνωστήριο[ν]. -
5 диспетчерская
η αίθουσα ελέγχου, η αίθουσα διεκπεραίωσης, ав. о πύργος ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диспетчерская
-
6 помещение
1. (внутренность здания, место, где помещается что-л.) о χώρ/ος, το διαμέρισμα, η αίθουσαвычитаемое - мор. μη εκμεταλλεύσιμος -доильное с.-х. - αρμέγματοςмор. о χώρος ενδιαίτησηςзакрытое - мор. κλειστός -неучитываемое - мор. εκπιπτόμενος -открытое - мор. ανοικτός-складское - αποθήκευσης, η αποθήκηслужебное - υπηρεσιακός -, εργασιακός -чердачное - στη σοφίτα, η σοφίτα2. (действие) η τοποθέτηση, η εγκατάσταση, (напр. денег вбанк) η κατάθεση, (опубликование) η δημοσίευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > помещение
-
7 салон
1. (гостиная, зал) το σαλόνι 2. (напр. самолёта, автобуса) о χώρος των επιβατών 3. (напр. литературный) η λέσχη 4. (зал для демонстрации и продажи предметов торговли) το εκθετήριο, η εκθεσιακή αίθουσαхудожественный - έργων τέχνης, η πινακοθήκηη γκαλερί (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салон
-
8 студия
το στούντιοτο εργαστήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > студия
-
9 аудитория
аудитория ж 1) (помещение ) η αίθουσα 2) (слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές* * *ж1) ( помещение) η αίθουσα2) ( слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές -
10 больше
больше 1. (сравн. cm. от большой ) μεγαλύτερος περισσότερος (по количеству)' этот зал \больше αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη 2. (сравн. cm. от много ) περισσότερο как можно \больше όσο το δυνατό περισσότερο спасибо, я \больше не хочу ευχαριστώ, δε θέλω άλλο* * *1. сравн. ст. от большойμεγαλύτερος; περισσότερος ( по количеству)2. сравн. ст. от многоэ́тот зал бо́льше — αυτή η αίθουσα είναι μεγαλύτερη
как мо́жно бо́льше — όσο το δυνατό περισσότερο
спаси́бо, я бо́льше не хочу́ — ευχαριστώ, δε θέλω άλλο
-
11 вместительный
вместительный ευρύχωρος* \вместительный зал η ευρύχωρη αίθουσα* * *вмести́тельный зал — ευρύχωρη αίθουσα
-
12 гостиная
-
13 зрительный
зрительный 1).οφθαλμικός, οπτικός \зрительный нерв το οπτικό νεύρο 2): \зрительный зал η αίθουσα* * *1) οφθαλμικός, οπτικόςзри́тельный нерв — το οπτικό νεύρο
2)зри́тельный зал — η αίθουσα
-
14 камера
камера ж 1) ο θάλαμος, το κελί \камера хранения (ручного багажа ) η αίθουσα αποσκευών 2) (надувная ) η σαμπρέλα автомобильная \камера η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού) З): фотографическая \камера о σκοτεινός θάλαμος* * *ж1) ο θάλαμος, το κελίка́мера хране́ния (ручно́го багажа́) — η αίθουσα αποσκευών
2) ( надувная) η σαμπρέλαавтомоби́льная ка́мера — η σαμπρέλα, ο αεροθάλαμος (τροχού)
3)фотографи́ческая ка́мера — ο σκοτεινός θάλαμος
-
15 класс
I класс Ι м (социальная группа) η τάξη* рабочий \класс η εργατική τάξη II класс II м 1) (в школе ) η τάξη η αίθουσα (помещение ) 2) спорт, η τάξη, η κατηγορία спортсмен высокого \класса ο αθλητής πρώτης κατηγορίας* * *I м( социальная группа) η τάξηII мрабо́чий класс — η εργατική τάξη
2) спорт. η τάξη, η κατηγορίαспортсме́н высо́кого класса — ο αθλητής πρώτης κατηγορίας
-
16 отделение
отделение с 1) (часть помещения, филиал) το τμήμα* το διαμέρισμα· το παράρτημα* \отделение милиции το τμήμα πολιτοφυλακής* почтовое \отделение το ταχυδρομείο· приёмное \отделение η αίθουσα παραλαβής ασθενών ( στο νοσοκομείο) 2) (концерта) το μέρος* * *с1) (часть помещения, филиал) το τμήμα; το διαμέρισμα; το παράρτημαотделе́ние мили́ции — το τμήμα πολιτοφυλακής
почто́вое отделе́ние — το ταχυδρομείο
приёмное отделе́ние — η αίθουσα παραλαβής ασθενών (στο νοσοκομείο)
2) ( концерта) το μέρος -
17 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
18 помещение
помещение с о χώρος* η αίθουσα (для собрания) жилое \помещение το οίκημα, το σπίτι* * *сο χώρος; η αίθουσα ( для собрания)жило́е помеще́ние — το οίκημα, το σπίτι
-
19 приёмная
-
20 салон
См. также в других словарях:
Αἴθουσα — Αἰθούσα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴθουσα — portico fem nom/voc sg αἴθω light up pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… … Dictionary of Greek
αίθουσα — η 1. δωμάτιο υποδοχής, σάλα: Το σπίτι έχει μια αρκετά ευρύχωρη αίθουσα υποδοχής. 2. ευρύχωρος κλειστός χώρος προορισμένος για συγκεντρώσεις πολλών ατόμων: Η αίθουσα διαλέξεων της Αρχαιολογικής Εταιρείας δεν έχει καλή ακουστική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰθούσας — αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem acc pl αἰθούσᾱς , αἴθουσα portico fem gen sg (doric aeolic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) αἰθούσᾱς , αἴθω light up pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσας — Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem acc pl Αἰθούσᾱς , Αἰθούσα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσαις — Αἰθούσα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσαις — αἴθουσα portico fem dat pl αἴθω light up pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσης — Αἰθούσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰθούσης — αἴθουσα portico fem gen sg (attic epic ionic) αἴθω light up pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθούσῃ — Αἰθούσα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)