-
1 αέρας
[аэрас] ουσ. а. воздух, ветер.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αέρας
-
2 воздух
воздух м о αέρας· чистый \воздух о καθαρός αέρας· на от крытом \воздухе στο ύπαιθρο* * *мο αέραςчи́стый во́здух — ο καθαρός αέρας
на откры́том во́здухе — στο ύπαιθρο
-
3 ветер
-тра (-тру), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -ы, -ов, к. -ов α.άνεμος, αέρας•попутный ветер ούριος άνεμος•
ветер поднялся σηκώθηκε αέρας•
ветер улегся ο άνεμος κάλμαρε•
порывистый ветер ορμητικός (σφοδρός) άνεμος.
εκφρ.ветер в голове – αέρα έχει στο κεφάλι (είναι ελαφρόμυαλος)•ветер занес ή -ом занесло – ο αέρας τον έφερε (άγνωστον ποιος)•ветер свистит в карманах – οι τσέπες μου είναι πανί με πανί (άφραγκος, απένταρος)•бросать (ή кидать, швырять) деньги на ветер – σπαταλώ τα χρήματα•бросать слова на ветер ; говорить, болтать на ветер а- – ερολογώ•держать нос по -у – είμαι καιροσκόπος, πηγαίνω όπως φυσά ο αέρας, είμαι ανεμοδούρα•идти куда ветер дует – προσαρμόζομαι στις εκάστοτε περιστάσεις•ищи ή догоняй -а в поле – ψάχνω να βρω βελόνι στ’ άχυρα, πιάσε το λύκο να του πάρεις τα πέταλα, τρέχα -γύρευε•подбитый -ом – α) ενδυμασία ανεμοδι-απερνόμενη. β) ελαφρόμυαλος, φουρλαιδας. -
4 воздух
воздух 1-а α.1. αέρας•воздух состоит главным образом из кислорода и азота ο αέρας αποτελείται κυρίως από οξυγόνο και άζωτο.
2. η ατμόσφαιρα.εκφρ.воздух! – αεροπλάνα! (προειδοποίηση για εμφάνιση εχθρικών αεροπλάνων)•на (открытом) -е – σε ανοιχτό χώρο, στο ύπαιθρο, έξω•на вольном -е – α) σε ανοιχτό χώρο. β) στην εξοχή•дышать (каким) -ом – ο αέρας που αναπνέω (το περιβάλλον, οι τάσεις, το ενδιαφέρο)•в -е носится – (για κοινωνικά φαινόμενα) επίκειται, πλησιάζει, μυρίζει•быть (бывать) в -е – περνώ την ώρα μου έξω (στον αέρα)•выйти на воздух – βγαίνω έξω στον αέρα•питаться -ом – ειρν. τρέφομαι μ’ αέρα.воздух 2-а, πλθ. -и α. (εκκλσ.) το κάλυμμα του δισκοπότηρου. -
5 надуть
-ую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надутый, βρ: -ут, -а, -оρ.σ.μ.1. φουσκώνω•надуть футбольный мяч φουσκώνω την ποδόσφαιρα•
ветер -ул паруса ο αέρας φούσκωσε τα πανιά.
2. φυσώ, παρασέρνω• επιφέρω•ветер -ул пыли в окна ο αέρας γέμισε τα παράθυρα σκόνη.
3. απρόσ. κρυολογώ, με φυσά ρεύμα, αέρας•-ло в ухо κρυολόγησε το αυτί.
4. απατώ, ξεγελώ.εκφρ.надуть губы – κατσουφιάζω, κρεμώ, κατεβάζω τα μούτρα•надуть щки – φουσκώνω τα μάγουλα. надуть в уши кому ψιθυρίζω στ αυτί κάποιου.φουσκώνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3, 4 σημ.). || (για ποτάμια) φουσκώνω, γεμίζω νερό•река -лась το ποτάμι φούσκωσε.
|| κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω. || πίνω πολύ•надуть водой φουσκώνω νερό.
-
6 ветер
ветер м ο άνεμος, ο αέρας встречный \ветер о αντίθετος άνεμος попутный \ветер о ούρι ος (или ευνοϊκός) άνεμος сегодня \ветер σήμερα κάνει αέρα* * *мο άνεμος, ο αέραςвстре́чный ве́тер — ο αντίθετος άνεμος
попу́тный ве́тер — ο ούριος ( или ευνοϊκός) άνεμος
сего́дня ве́тер — σήμερα κάνει αέρα
-
7 дуть
дуть 1) φυσώ ветер дует φυσάει (ο αέρας) 2) безл. здесь дует εδώ φυσάει* * *1) φυσώве́тер ду́ет — φυσάει (ο αέρας)
2) безл.здесь ду́ет — εδώ φυσάει
-
8 свежий
свежий 1) φρέσκος; \свежийая рыба το φρέσκο ψάρι; \свежийее молоко το φρέσκο γάλα 2) (ο погоде) δροσερός; \свежий воздух ο καθαρός αέρας* * *1) φρέσκοςсве́жая ры́ба — το φρέσκο ψάρι
све́жее молоко́ — το φρέσκο γάλα
2) ( о погоде) δροσερόςсве́жий во́здух — ο καθαρός αέρας
-
9 чистый
чистый καθαρός; διαυγής (ясный)' \чистый воздух о καθαρός αέρας* * *καθαρός; διαυγής ( ясный)чи́стый во́здух — ο καθαρός αέρας
-
10 воздержаться
воздержатьсясов, воздерживаться несов ἀπέχω:\воздержаться от голосования ἀπέχω τῆς ψηφοφορίας· \воздержаться от вина ἀποφεύγω τό κρασί, воздеть сов см. воздевать. вэздух м ὁ ἀ(γ)έρας, ὁ ἀήρ:сжатый \воздержаться ὁ πεπιεσμένος ἀέρας· жидкий \воздержаться физ. ρευστός ἀέρας· на открытом \воздержатьсяе στό ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα, σέ ἀνοικτό χώρο. -
11 развеять
-вею, -веешьρ.σ.μ.(για άνεμο, φύσημα).1. παρασύρω, (δια)σκορπίζω• ανεμοσκορπίζω•ветром -ло пыль ο αέρας παρέσυρε τη σκόνη•
ветер -ял облака ο άνεμος σκόρπισε τα σύννεφα.
|| μτφ. καταστρέφω, εξαφανίζω•развеять в прах κάνω στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).
2. ανεμίζω•ветер -ял флаги, волосы ο αέρας ανέμισε τις σημαίες, τα μαλλιά.
1. παρασύρομαι, (δια)σκορπίζομαι (από τον άνεμο).2. μτφ. καταστρέφομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι• εξανεμίζομαι• σβήνω.3. ανεμίζω•волосы -лись τα μαλλιά ανέμισαν.
-
12 ветep
ο άνεμ/οςο αέραςдвигаться с попутным - ром πηγαίνω με ούριο - ο, αρμενίζω με (άνεμο) πρίμαпротив - ра αντιπλέω, πλέω κόντρα στον - овстречный - αντίθετος -, αντίπρω-ρος -лёгкий - ασθενής/ελαφρός -попутный - ούρι-ος/ευνοϊκός -постоянный - σταθερός -, διαρκής -сильный - ισχυρός/δυνατός -слабый - ελαφρύς/λεπτός -холодный - τσουχτερός/πα-γερός -шквалистый - ο πέμφιξ, αιφνίδιος δυνατός -штормовой - η (ανεμοθύελλα/καταιγίδαСеверный (норд) Βορράς/Βοριάς (Τραμουντάνα)Южный (зюйд) Νότος/Νοτιάς (Όστρια)Юго-западный (зюйд-вест) Αιψ, Λιβός, Αίβας (Γαρμπής)Западно-северо-западный (вест-норд-вест) Σκιρωνοζέφυρος (Πουνεντομαΐστρος)Северо-ссверо-западный - (норд-норд-вест) Σκιρωνοβορράς (Μαϊστροτραμουντάνα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ветep
-
13 зазор
тех. το διάκενο, ο κενός χώρος ασφαλείας, ο αέρας, το άνοιγμαвоздушный эл. - του αέραкольцевой эл. - κυκλικό -, δακτυλιοειδές -контактный эл. - της επαφής- между днищем поршня и плоскостью головки цилиндра - ανάμεσα στο κάτω μέρος του εμβόλου και την επιφάνεια της κεφαλής του κυλίνδρου- между нижней кромкой пера руля и пяткой ахтерштевня мор. - ανάμεσα στην κάτω ακμή του πτερού του πηδαλίου/τιμονιού και του ποδοστήματος/ποδοστάματοςсборочный (св.) - της συναρμολόγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > зазор
-
14 крепкий
1. (сильный, твёрдый) σκληρός, γερός, δυνατός- ветер ο σφοδρός αέρας 2 (насыщенный) συμπυκνωμένος, πηχτόςβαρύς: - кофе ο βαρύς καφές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крепкий
-
15 пропускать
1. (давать пройти, проникать сквозь себя) διαπερνώ 2. (проводить, напр. ток) μεταδίδω, άγω 3. (не замечать, упускать) παραλείπω 4. (воду, воздух) διαρ-ρέ/ωпрокладка на коллекторе - ет воздух αέρας - ει από το παρέμβυσμα στο συλλέκτη5. (канат через блок) περνώ (το σκοινί στην τροχαλία) 6. (закладывая, засыпая во что-л., подвергать обработке) επεξεργάζομαι 7. (подвергать рассмотрению кем-л.) εξετάζω, ελέγχω, περνώ, υποβάλλω выдавать дорогу кому-, чему-л.) αφήνω, επιτρέπω, αναμερώ, αναμερίζω 9. (делать пропуск, пробел) αφήνω κενό/διάκενο 10. (не являться куда-л.) απουσιάζω, είμαι απών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пропускать
-
16 ветер
ветерм ὁ ἄνεμος, ὁ ἀέρας, ὁ ἀγέρας, ὁ ἀήρ:попу́тный \ветер ὁ ὁϋριος ἄνεμος, ὁ πρίμος ἄνεμος· встречный \ветер ὁ ἐνάντιος ἄνεμος· восточный \ветер ὁ ἀνατολικός ἄνεμος, ὁ λεβάντες· западный \ветер ὁ δυτικός ἄνεμος, ὁ ζέφυρος, ὁ πονέντες· северный \ветер ὁ βορράς, ὁ βοριᾶς, ἡ τραμουντάνα· южный \ветер ὁ νότος, ὁ νοτιάς, ἡ ὀστρια· се-веровосто́чный \ветер ὁ βορειοανατολικός ἄνεμος, мор. ὁ γραίγος, ὁ μέσης· \ветер стих ὁ ἄνεμος ἐκόπασε, ὁ ἄνεμος ἐπεσε· идти по ветру οὐριοδρομῶ, ἀρμενίζω πρίμα, πηγαίνω μέ ὁβριό ἄνεμο· идти́ против ветра ἀντιπλέω, πλέω κόντρα στον ἄνεμο· ◊ держать нос по ветру разг πάω ὅπου φυσήξει ὁ ἄνεμος, εἶμαι ἀνε-μοδούρα· бросать слова на \ветер μιλάω ἀνεύθυνα, λεγω λόγια στον ἀέρα· у него́ \ветер в голове разг ἔχει τά μυαλά πάνω ἀπ' τό κεφάλι του, εἶναι ἐλαφρόμυαλος· ищи́ ветра в поле τρέχα γύρευέ τον. -
17 ветрено
ветрено1. предик безл:сегодня \ветрено σήμερα φυσάει ἀέρας, ἔχει ἀέρα·2. нареч (легкомысленно) ἀπερίσκεπτα, ἐπιπόλαια -
18 ветреный
ветрен||ыйприл1. ἀνεμώδης, μέ ἀέρα:сегодня \ветреныйая погода σήμερα φυσά ἀέρας·2. перен (о человеке) ἐπιπόλαιος, ἄστατος, ἐλαφρόμυαλος. -
19 жидкий
жи́дк||ийприл1. ὑγρός / ρευστός (текучий)/ νερουλός, ὑδαρής (водянистый):\жидкийое топливо ἡ ὑγρή καύσιμος ὕλη· \жидкийое мыло τό ρευστό σαπούνι· \жидкий воздух физ. ὁ ὑγρός ἀέρας· в \жидкийом состоянии σέ ὑγρή κατάσταση·2. (негустой, водянистый) νερουλός, ὑδαρής / ἀραιός, ἐλαφρός (слабый \жидкий о чае и т. п.):\жидкий суп ἡ νερουλή σούπα·3. (редкий, негустой) ἀραιός, σπάνιος:\жидкийие волосы τά ἀραιά μαλλιά· ◊ \жидкий голос ἡ ἀδύνατη φωνή. -
20 задувать
задува́||тьнесов1. (гасить) σβύνω (φυσώντας):\задувать свечу́ σβύνω τό κερί·2. тех. (разжигать):\задувать домну ἀνάβω τήν ὑψικάμινο·3. (проникать \задувать о ветре) μπαίνω:ветер \задуватьет за воротни́к ὁ ἀέρας μπαίνει στον λαιμό μου.
См. также в других словарях:
αέρας — ο και αγέρας ο 1. ο ατμοσφαιρικός αέρας: Σηκώθηκε αέρας. 2. έπαρση, θράσος: Πήραν αέρα τα μυαλά του. 3. ικανότητα, ευχέρεια: Δεν πήρε ακόμη τον αέρα της δουλειάς. 4. το κέρδος που παίρνει κανείς για την εκχώρηση κάποιου δικαιώματός του: Έδωσε το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ἀέρας — ἀ̱έρας , ἀήρ Aër. masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… … Dictionary of Greek
άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek