ΰποπτος
1ὕποπτος — viewed with suspicion masc/fem nom sg …
2ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει …
3ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὑποπτότερον — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial comp ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp sg …
5ὑποπτότατα — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial superl ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc superl pl …
6ὑπόπτως — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc pl (doric) …
7ὕποπτον — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc sg …
8ὑποπτοτέρους — ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp pl …
9ὑποπτότερα — ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp pl …
10ὑποπτότεραι — ὕποπτος viewed with suspicion fem nom/voc comp pl …