ΰποπτος
61Σταντάλ — (Stendhal, ψευδώνυμο του Henri Beyle). Γάλλος συγγραφέας (Γκρενόμπλ 1783 Παρίσι 1842). Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στην Γκρενόμπλ, πήγε στο Παρίσι όπου έγινε υπάλληλος στο υπουργείο Στρατιωτικών. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Ιταλίας του… …
62Χαιρέτης — Επώνυμο οικογένειας της Κρήτης, που καταγόταν από το Βυζάντιο. 1. Αριστείδης. Γιος του Κήρυκου. Πρωτοστάτησε μαζί με τον αδελφό του Θεόφραστο στην επανάσταση του 1841 ως πολιτικός αρχηγός της. Επικεφαλής των επαναστατών αποβιβάστηκε στην Τρυπητή …
63ipopsie — ipopsíe s.f. (înv.) bănuială. Trimis de blaurb, 01.06.2006. Sursa: DAR ipopsíe (ipopsíi), s.f. – Bănuială, îndoială. – Mr. ipupsie. gr. ὑποψία (DAR). sec. XVIII, înv. – Der. ipopt, adj, (suspect), din gr. ὔποπτος. Trimis de blau …
64ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
65λαθρόβιος — α, ο 1. αυτός που κυκλοφορεί παράνομα, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι: Τον περισσότερο καιρό ζούσε λαθρόβιος. 2. αυτός που έχει μυστικούς πόρους, ο ύποπτος: Ανησυχώ γιατί κάνει παρέα με λαθρόβιους. 3. για έντυπα με μικρή κυκλοφορία που… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
66μυστήριος — α, ο άνθρωπος παράξενος, αινιγματικός, ύποπτος: Στο διπλανό διαμέρισμα μένει ένας μυστήριος άντρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
67παλιόμουτρο — το (για γυναίκες και για άντρες), αυτός που αδίσταχτα παίρνει μέρος σε κάθε ύποπτη δουλειά, ο κακού χαρακτήρα άνθρωπος, ο ύποπτος: Να φυλάγεσαι απ αυτόν, είναι παλιόμουτρο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)