ΰποπτος

  • 51Κρατησίκλεια — (3oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Σπάρτης, σύζυγος του Λεωνίδα και μητέρα του Κλεομένη Γ’. Διέθεσε μεγάλο μέρος από την περιουσία της και παντρεύτηκε έναν ισχυρό Σπαρτιάτη ευγενή, τον Μεγιστόνοα, προκειμένου να ενισχύσει τις μεταρρυθμιστικές… …

    Dictionary of Greek

  • 52Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… …

    Dictionary of Greek

  • 53Μπρίτζες, Τζεφ — (Jeff Bridges, Λος Άντζελες 1949 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Τεσσάρων μόλις μηνών έκανε την πρώτη κινηματογραφική του εμφάνιση αφού η οικογενειακή παράδοση τον ήθελε στην δημοσιότητα. Ο πατέρας του Λόιντ ήταν γνωστός ηθοποιός για… …

    Dictionary of Greek

  • 54Ναπολέων Α’, ο Μέγας — (Napoleon I Bonaparte, Αιάκιο, Κορσική 1769 – Αγία Ελένη 1821). Αυτοκράτορας των Γάλλων, δευτερότοκος γιος του Καρόλου Βοναπάρτη και της Λετίτσια Ραμορίνο. Αφού φοίτησε στις στρατιωτικές σχολές του Μπριέν, του Παρισιού και της Βαλάνς (όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 55Όπενχαϊμερ, Τζούλιους Ρόμπερτ — (J. Robert Oppenheimer, Νέα Υόρκη 1904 – Πρίνσετον, Νέα Ιερσέη 1967). Αμερικανός φυσικός. Σπούδασε στο Χάρβαρντ, στο Κέιμπριτζ και στο Γκαίτινγκεν. Διακρίθηκε σε αρκετά νεαρή ηλικία χάρη στα εξαιρετικά πνευματικά προσόντα του και έγινε καθηγητής… …

    Dictionary of Greek

  • 56Πακνακάς, Μιχαήλ — Αθηναίος νεομάρτυρας του18ου αι. Ήταν προύχοντας και μάλιστα από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους της Αθήνας. Στη διάρκεια της Eπανάστασης στην Πελοπόννησο (1769 74), πιάστηκε από τους Τούρκους ως ύποπτος συνεργασίας με τους επαναστάτες και… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ραζόρι, Tζοβάνι — (Rasori, 1766 – 1837). Ιταλός γιατρός και πατριώτης. Ήταν καθηγητής της εσωτερικής παθολογίας και πρύτανης του πανεπιστήμιου της Παβίας, αλλά επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους συναδέλφους του, αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Πήγε τότε στο Μιλάνο, όπου… …

    Dictionary of Greek

  • 58Ρόλι, σερ Γουόλτερ — (Raleigh, Χέις, Ντέβονσαϊρ 1552 – Λονδίνο 1618). Άγγλος θαλασσοπόρος και συγγραφέας. Αντιναύαρχος και διοικητής της σωματοφυλακής της βασίλισσας Eλισάβετ, στάλθηκε στον Νέο Κόσμο με τη διαταγή να αποικίσει τα βορειοαμερικανικά εδάφη που… …

    Dictionary of Greek

  • 59Ρόμελ, Έρβιν — (Rommel, Χαϊντενχάιμ, Βίρτεμπεργκ 1891 – Χέρχινγκερ, Ουλμ 1944). Γερμανός στρατηγός. Πολέμησε στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο και διακρίθηκε ιδιαίτερα στο ιταλικό μέτωπο. Υποστράτηγος το 1935, με την έκρηξη του B’ Παγκοσμίου πολέμου ανάλαβε την αρχηγία… …

    Dictionary of Greek

  • 60Σκόπας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και αρχιτέκτονας από την Πάρο (περίπου 420 410 π.Χ. περίπου 330 π.Χ.). Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του: είναι γνωστό ότι κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. συνεργάστηκε στη διακόσμηση του… …

    Dictionary of Greek