Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ίππος

  • 1 лошадь

    лошадь
    ж τό ἀλογο, ὁ ἱππος:
    верхо-ва́я \лошадь τό аХоуо ἱππασίας, ὁ ἱππος ιππασίας· беговая \лошадь τό ἄλογο κούρσας· ломовая \лошадь ίππος ἐλξεως.

    Русско-новогреческий словарь > лошадь

  • 2 конь

    конь м о ίππος* το άλογο (тж. шахм.)
    * * *
    м
    ο ίππος; το άλογο (тж. шахм.)

    Русско-греческий словарь > конь

  • 3 лошадь

    лошадь ж το άλογο, ο ίππος· верховая \лошадь το άλογο ιππασίας
    * * *
    ж
    το άλογο, ο ίππος

    верхова́я ло́шадь — το άλογο ιππασίας

    Русско-греческий словарь > лошадь

  • 4 лошадь

    -и, γεν. πλθ. -ей, οργ. -дьми θ. άλογο, ίππος•

    верховая лошадь άλογο της καβάλας•

    беговая ή скаковая лошадь άλογο κούρσας ή ιπποδρομιών•

    упряжная лошадь άλογο για ζέψιμο, ζευκτήριος ίππος•

    ломовая лошадь άλογο βαριάς έλξης•

    вьючная лошадь άλογο φορτιάρικο•

    чистокровная лошадь καθαρόαιμο άλογο.

    || πλθ. -и ιππάμαξα.

    Большой русско-греческий словарь > лошадь

  • 5 лошадь

    зоол. о ίππος, разг. το άλογο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лошадь

  • 6 морж

    зоол. о θαλάσσιος ίππος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > морж

  • 7 беговой

    бегов||ой
    прил
    1. δρομικός, τοῦ δρόμου, τοῦ ἱπποδρομίου, τής κούρσας:
    \беговойая дорожка спорт. ὁ στίβος, ὁ διάδρομος στίβου; \беговойа́я лошадь τό ἀλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος.

    Русско-новогреческий словарь > беговой

  • 8 верховой

    верхов||о́й·
    1. прил ίππευτικός, τής ιππασίας:
    \верховойая езда ἡ ἱππασία, ἡ ίππευσις· \верховойая лошадь ἄλογο (или ἰππος) ἱππασίας·
    2. м ὁ ἱππέας, ὁ καβαλλάρης.

    Русско-новогреческий словарь > верховой

  • 9 кобыла

    кобыла
    ж
    1. (лошадь) ἡ φοράδα, ἡ φορβάς'
    2. спорт. ὁ ίππος·
    3. (орудие пыток) ист. -ή στρέβλη, ὁ τροχός.

    Русско-новогреческий словарь > кобыла

  • 10 конь

    кон||ь
    м
    1. τό ἄλογο, ὁ ίππος, τό ἄτν
    2. шахм. τό ἄλογο· ◊ не в \конья корм разг ἀδικος ὁ κόπος· дареному \коньκ> в зу́бы не смотрят посл. κάποιου χάριζαν ἕνα γάιδαρο, κἰαὐτός τόν κύτταζε στά δόντια.

    Русско-новогреческий словарь > конь

  • 11 кровный

    кровн||ый
    прил
    1. (о родстве) συγγενής ἐξ αίματος, ὀμαίμων
    2. перен (насущи́ый) ζωτικός:
    \кровныйые интересы τά ζωτικά συμφέροντα·
    3. перен (прочный, неразрывный) στερεός, ἀδιάρρηκτος· \кровныйая связь с народом ἀδιάρρηκτος δεσμός μέ τό λαό·
    4. (чистокровный \кровный о животных) καθαρόαιμος:
    \кровныйая лошадь ὁ καθαρόαιμος ίππος· ◊ \кровныйая обида ἡ θανάσιμη προσβολἤ \кровныйая месть ἡ βεντέτα· \кровный враг ἄσπονδος ἐχθρός· \кровныйые деньги разг λεφτά κερδισμένα μέ ἱδρώτα.

    Русско-новогреческий словарь > кровный

  • 12 лошадиный

    лошади́н||ый
    прил ἀλογήσιος, ἱππειος· ◊ \лошадиныйая си́ла тех. ὁ ίππος· \лошадиныйая доза γαϊδουρινή δόση.

    Русско-новогреческий словарь > лошадиный

  • 13 мерин

    мерин
    м τό εὐνουχισμένο πουλάρι, ὁ ἐκτομίας ἱππος· ◊ врет как си́вый \мерин разг ί=έ ψεύδεται ἀδιάντροπα.

    Русско-новогреческий словарь > мерин

  • 14 производитель

    производитель I
    м эк. ὁ παραγωγός· ◊ \производитель работ ὁ ἐργοδηγός.
    производитель II
    м (в (животноводстве) ὁ ὀχευτής, ὁ βατευτής, ὁ ἐπιβήτωρ:
    жеребец-\производитель ὁ ἐπιβήτωρ (ίππος).

    Русско-новогреческий словарь > производитель

  • 15 рысак

    рысак
    м ὁ ἱππος κέλης.

    Русско-новогреческий словарь > рысак

  • 16 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 17 скаковой

    скак||овой
    прил (ίππο)δρομικός:
    \скаковойова́я лошадь τό ἄλογο κούρσας, ὁ δρομικός ίππος· \скаковойова́я дорожка ὁ στίβος (или ἡ πίστα) ἱπποδρομίου.

    Русско-новогреческий словарь > скаковой

  • 18 троянский

    троянский
    прил ист. τρωικός:
    \троянский конь ὁ δούρειος ἱππος.

    Русско-новогреческий словарь > троянский

  • 19 беговой

    επ.
    δρομικός, του δρόμου, του τρεξίματος• ιπποδρομικός, της κούρσας•

    -ая дорожка διάδρομος στίβου•

    -ая лошадь ο δρομικός ίππος, άλογο κούρσας.

    Большой русско-греческий словарь > беговой

  • 20 бегун

    α. -ья, -и, γεν. πλθ. -ний, δοτ. -ньям θ.
    1. δρομέας, αθλητής, -τρία δρόμου.
    2. παλ. ίππος δρομικός.
    3. τεχ. ανάμικτρο• τριβέας.

    Большой русско-греческий словарь > бегун

См. также в других словарях:

  • Ἵππος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππος — horse masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • ίππος — ο 1. άλογο: Εκτρέφει ίππους. 2. όργανο για τη γυμναστική που έχει σχήμα ίππου. 3. μονάδες μέτρησης της δύναμης των μηχανών: Κινητήρας σαράντα ίππων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος ίππος — Εξιλαστήριο άλογο, που το θυσίαζαν κάθε χρόνο στη Ρώμη. Θυσία αλόγων γινόταν στα αρχαία χρόνια σε σπάνιες περιπτώσεις. Το αίμα του αλόγου που θυσιαζόταν στη Ρώμη, ανακατευόταν από τις Εστιάδες με τη στάχτη μοσχαριών και αποτελούσε καθαρτήριο… …   Dictionary of Greek

  • δούρειος ίππος — ο 1. το ξύλινο άλογο που επινόησε ο Οδυσσέας, με το οποίο οι Έλληνες ξεγέλασαν τους Τρώες και κυρίεψαν την Τροία. 2. μτφ., δόλιο μέσο, ενέδρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἵππω — Ἵππος masc nom/voc/acc dual Ἵππος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵππω — ἵππος horse masc/fem nom/voc/acc dual ἵππος horse masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποί — Ἱππός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱππῶν — Ἱππός masc gen pl Ἱππώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»