ίου

  • 91πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 92περιεσθίω — Α 1. τρώω ή δαγκώνω κάτι γύρω γύρω («περιεσθίων τὸ σκληρὸν τῆς μαλάχης φύλλον», Λουκιαν.) 2. φθείρω κάτι γύρω γύρω («διὰ τὸν χρόνον τοῡ ἰοῡ περιφαγόντος τὸ ἀσθενὲς τοῡ σιδήρου», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐσθίω «τρώω»] …

    Dictionary of Greek

  • 93πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …

    Dictionary of Greek

  • 94πολλαπλασιαστικός — ή, ό, Ν 1. ο κατάλληλος ή αυτός που χρησιμεύει στο να πολλαπλασιάζει 2. φρ. α) «πολλαπλασιαστικά αριθμητικά» ή, απλώς, «πολλαπλασιαστικά» τα αριθμητικά που λήγουν σε πλος, πλους και δηλώνουν πόσες φορές επαναλαμβάνεται κάτι ή από πόσα μέρη… …

    Dictionary of Greek

  • 95πολυδύναμος — η, ο / πολυδύναμος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ δυνατός, πανίσχυρος («ἔστι σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. πολύ ικανός νεοελλ. (φαρμ.) χαρακτηρισμός εμβολίου ή ορού που έχει παρασκευαστεί από περισσότερα τού ενός στελέχη τού ίδιου βακτηρίου ή… …

    Dictionary of Greek

  • 96προσδιορισμός — ο, ΝΜΑ [προσδιορίζω] νεοελλ. 1. ακριβής υπολογισμός, καθορισμός («έγινε ο προσδιορισμός τής αύξησης τών ενοικίων») 2. όρος τής πρότασης που καθορίζει, αποσαφηνίζει ή συμπληρώνει τους κύριους όρους της, δηλ. το υποκείμενο, το ρήμα, το… …

    Dictionary of Greek

  • 97προστήκομαι — Α 1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον 2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.) 3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» λέγεται για το δηλητήριο τού χιτώνα τού Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο… …

    Dictionary of Greek

  • 98σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… …

    Dictionary of Greek

  • 99σιμιακόν — τὸ, Α [Σιμ(μ)ίας] (ενν. μέτρον) μέτρο στιχουργικό, από το όνομα τού φιλοσόφου Σιμ(μ)ίου …

    Dictionary of Greek

  • 100στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …

    Dictionary of Greek