ίου

  • 81ιοπλόκαμος — ἰοπλόκαμος, ον (Α) αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο πλόκαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 82ιόεις — (I) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ίον] αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιώδης*, σκοτεινόχρωμος, μαύρος («ἰόεντα σίδηρον», Ομ. Ιλ.). (II) ἰόεις, εσσα, εν (Α) [ιός (III)] ιοειδής* (II), αυτός που περιέχει ιό, δηλητήριο, ο δηλητηριώδης, ο φαρμακερός,… …

    Dictionary of Greek

  • 83ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] …

    Dictionary of Greek

  • 84ιόπεπλος — ἰόπεπλος, ον (Α) αυτός που φορά πέπλο με χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πεπλος (< πέπλος), πρβλ. αγλαό πεπλος, καλλί πεπλος] …

    Dictionary of Greek

  • 85ιόχρους — ου και οος, οον αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, μενεξεδένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. υαλό χρους, χιονό χρους] …

    Dictionary of Greek

  • 86ιώδης — (I) ες (Α ἰῶδης, ες) [ίον] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ιόχρους, μενεξεδής 2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη τού ερυθρού και τού κυανού, ως οπτικών αισθημάτων β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με… …

    Dictionary of Greek

  • 87κουμπάρα — Οικισμός (13 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων. * * * (I) η [κουμπάρος] 1. θηλ. τού κουμπάρος 2. στον πληθ. οι κουμπάρες παιχνίδι το οποίο παίζεται από μικρά κορίτσια που μιμούνται τις μεγάλες γυναίκες. (II)… …

    Dictionary of Greek

  • 88κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… …

    Dictionary of Greek

  • 89κυανίζω — (AM κυανίζω) [κύανος] 1. αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος («τὸ κυανίζον τοῡ ἴου», Γρηγ. Νύσσ.) 2. πάσχω από κυάνωση («οἱ τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῡντες... ἱματίων ῥάκη κυανιζόντων κατέχοντες», Ιωάνν. Χρύσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 90μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… …

    Dictionary of Greek