ίου

  • 71θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… …

    Dictionary of Greek

  • 72ιάζω — (I) ἰάζω (Α) [ίον] έχω χρώμα ίου, μενεξέ. (II) ἰάζω (Α) [ιός (ΙV)] (για τη χολή) είμαι πράσινος. (III) ἰάζω (Μ) [ιά (I)] κράζω μεγαλοφώνως, κραυγάζω. (IV) ἰάζω (Α) [ιάς] ιωνίζω …

    Dictionary of Greek

  • 73ιάνθινος — η, ο (Α ἰάνθινος, ίνη, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ιανθίνη ζωολ. πελαγικό προσωβράγχιο γαστερόποδο μαλάκιο τής οικογένειας janthinidae. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίον «βιολέτα» + επίθ. άνθινος (< άνθος). Από το ιάνθινος… …

    Dictionary of Greek

  • 74ιατρογενής — Όρος που σημαίνει προκαλούμενη ιατρικά και ισχύει για κάθε νόσο ή διαταραχή που είναι αποτέλεσμα ιατρικής θεραπείας· για παράδειγμα: σύνδρομο Cushing λόγω παρατεταμένης χορήγησης κορτικοστεροειδών, ΑΙDS λόγω μετάδοσης του υπεύθυνου ιού μέσω της… …

    Dictionary of Greek

  • 75ιντερφερόνη — η (βιοχ.) πρωτεϊνική ουσία η οποία συντίθεται πολύ γρήγορα από έναν ιό στο εσωτερικό ενός προσβεβλημένου κυττάρου και η οποία χάρη στη διάχυσή της εμποδίζει την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό τού ίδιου ιού και ιών άλλων ειδών μέσα σε άλλα κύτταρα …

    Dictionary of Greek

  • 76ιοβάπτης — ἰοβάπτης, ὁ (Α) βαφέας που χρησιμοποιούσε στη βαφή χρώμα ίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάπτης (< βάπτω), πρβλ. τριχο βάπτης] …

    Dictionary of Greek

  • 77ιοβαφής — ές (Α ἰοβαφής, ές) αυτός που έχει το χρώμα τού ίου, ο ιόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής, χρυσο βαφής]· …

    Dictionary of Greek

  • 78ιοβλέφαρος — ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα τού ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι καλλιβλέφαροι». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι βλέφαρος,… …

    Dictionary of Greek

  • 79ιοβολία — ἰοβολία, ἡ (Α) [ιοβόλος (II)] η έκχυση δηλητηρίου, ιού …

    Dictionary of Greek

  • 80ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] …

    Dictionary of Greek