ίου

  • 101υπέρκαυσις — αύσεως, ἡ, Α [ὑπερκαίω] ιατρ. υπερβολική, υπέρμετρη δραστικότητα («ὑπέρκαυσις τοῡ ἰοῡ», Φιλούμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 102φαινότυπος — ο, Ν 1. βιολ. όλα τα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού, όπως είναι το σχήμα του, το μέγεθός του, ο χρωματισμός του και η συμπεριφορά του, αλλά και, γενικότερα, όλα τα μετρήσιμα φυσικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά του τα οποία προκύπτουν …

    Dictionary of Greek

  • 103φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής …

    Dictionary of Greek

  • 104Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …

    Dictionary of Greek

  • 105Ανάν, Κόφι — (Kofi Atta Annan, Κουμάζι, Γκάνα 1938 –). Γκανέζος οικονομολόγος, γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας του Κουμάζι, συνέχισε στα οικονομικά, στο Μακάλιστερ Κόλετζ Σεν Πολ της… …

    Dictionary of Greek

  • 106Άνυδρο — I Ονομασία τρίων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 534 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πάικου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενηίδος. 2. Ορεινός οικισμός (υψομ. 560 μ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 107βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …

    Dictionary of Greek

  • 108Γουίλκινς, Μόρις Χιου Φρέντρικ — (Maurice Hugh Frederick Wilkins, Νέα Ζηλανδία 1916 –).Άγγλος βιοφυσικός. Έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το πανεπιστήμιο του Μπέρμινχαμ το 1940. Κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου εργάστηκε στο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια ως μέλος… …

    Dictionary of Greek

  • 109Επάνω Κάμπος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 38 κάτ.) της Ίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιητών του νομού Κυκλάδων …

    Dictionary of Greek

  • 110Ιηού — (9oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως βασιλιάς του Ισραήλ. Ήταν γιος του Ιωσαφάτ, ο οποίος διετέλεσε αρχικά στρατηγός του βασιλιά Ιωράμ. Όταν όμως ο Ιωράμ στράφηκε στην ειδωλολατρία, ο Ι. τον σκότωσε και χρίστηκε… …

    Dictionary of Greek