ήσομαι el
1.ήσομαι — ἥσομαι , ἥδομαι swad aor subj mid 1st sg (epic) ἥσομαι , ἵημι Ja c io fut ind mid 1st sg …
2ἥσομαι — ἥδομαι swad aor subj mid 1st sg (epic) ἵημι Ja c io fut ind mid 1st sg …
3πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …
4συντακής — ές, Α ασθματικός ή φυματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συντακ τού ρ. συντήκομαι «εξαφανίζομαι, διαλύομαι», πρβλ. μέλλ. συντακ ήσομαι (πρβλ. ψυχο τακής)] …
5ἰήσομαι — ἰάομαι j aor subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἰάομαι j fut ind mp 1st sg (attic ionic) ἰ̱ήσομαι , ἰάομαι j futperf ind mp 1st sg (attic ionic) …