ήριον
1ηρίον — ἠρίον, το (Α) τάφος, τύμβος, μνημείο («ἔνθ ἄρ Άχιλλευς φράσσοιτο Πατρόκλῳ μέγα ἠρίον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρός + ιον (πρβλ. κηρίον < κηρός). Η συσχέτιση της λ. από τους αρχαίους με τη λ. έρα «γη» δεν είναι δυνατή, διότι στη φράση της… …
2ἠρίον — mound neut nom/voc/acc sg …
3ἤριον — ἐρέω love imperf ind act 1st sg (epic doric) ἐρέω love imperf ind act 3rd pl (doric) …
4ἠρίω — ἠρίον mound neut nom/voc/acc dual ἠρίον mound neut gen sg (doric aeolic) …
5ἠρία — ἠρίον mound neut nom/voc/acc pl …
6ἠρίοις — ἠρίον mound neut dat pl …
7ἠρίου — ἠρίον mound neut gen sg …
8ἠρίων — ἠρίον mound neut gen pl …
9ἠρίῳ — ἠρίον mound neut dat sg …
10ψευδήριον — τὸ, Α (ποιητ. τ.) κενοτάφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος / ψευδής + ἠρίον «τάφος, μνημείο» (πρβλ. κεν ήριον)] …
- 1
- 2