ήριδανός

  • 21Эридан (мифология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Эридан. Эридан (др. греч. Ἠρῐδᾰνός)  в древнегреческой мифологии [1]  речной бог и река, протекавшая из Рипейских гор в океан на побережье Западной Европы. По Гесиоду, Эридан  сын… …

    Википедия

  • 22Eridanvs — ERIDĂNVS, i, Gr. Ἠριδανὸς, ου, soll zuerst Phaethons Namen gewesen seyn, welchen er hernach dem Flusse gegeben, in den er gestürzet worden, da er selbst von dem Lichte seiner Gluth, den Namen Phaethon bekommen. Servius ad Virg. Aen. VI. 659.… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 23Po (river) — Padus redirects here. For other uses, see Padus (disambiguation). This article is about the Italian river. For the river in the U.S. state of Virginia, see Mattaponi River. Po Old iron bridge over the Po River, Cremona, Lombardy Origin …

    Wikipedia

  • 24ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …

    Dictionary of Greek

  • 25Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 26Αραβαντινού, Μαντώ — (Βόλος 1926 – 1998). Νομικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και παρακολούθησε μαθήματα λογοτεχνίας σε πανεπιστήμιο του Παρισιού. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας (1967 74)… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ηλύσιον — Αρχικά, Η. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες κάθε τόπος ιερός και άβατος, αφιερωμένος σε κάποια θεότητα. Αργότερα ονομάστηκε Η. πεδίον ένας φανταστικός τόπος, που είχε δέντρα αειθαλή, δεν έπεφτε εκεί ούτε βροχή ούτε χιόνι, έπνεε πάντα ζέφυρος… …

    Dictionary of Greek

  • 28ered- (*ere-danos) —     ered (*ere danos)     English meaning: to flow; dampness     Deutsche Übersetzung: “(zer)fließen, Feuchtigkeit”     Material: O.Ind. árdati, r̥dáti “ flows (in compounds), sprays, resolves; disturbs”, ardáyati “ makes flow, dissolves, presses …

    Proto-Indo-European etymological dictionary