ήρεμος
1ἤρεμος — quiet masc/fem nom sg …
2ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …
3ήρεμος — η, ο επίρρ. α ακίνητος, ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. – Ήρεμο πνεύμα. – Κοιμήθηκε ήρεμα. – Υπόμεινε ήρεμα τον πόνο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἠρεμώτερον — ἤρεμος quiet masc acc comp sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἤρεμος quiet adverbial …
5ἠρεμώτατον — ἤρεμος quiet masc acc superl sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc superl sg …
6ἠρέμως — ἤρεμος quiet adverbial ἤρεμος quiet masc/fem acc pl (doric) …
7ἤρεμον — ἤρεμος quiet masc/fem acc sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc sg …
8ἠρεμωτέρους — ἤρεμος quiet masc acc comp pl …
9ἠρέμου — ἤρεμος quiet masc/fem/neut gen sg …
10ἠρέμους — ἤρεμος quiet masc/fem acc pl …