ήπια

  • 91Βρούτος, Γεώργιος — (Αθήνα 1843 – 1908). Γλύπτης. Σπούδασε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα με δάσκαλο τον Ιωάννη Κόσσο. Από το 1866 έως το 1873 μαθήτευσε στη Ρώμη, στη σχολή του Κανόβα. Το 1883 διαδέχτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών τον Λεωνίδα Δρόση και δίδαξε… …

    Dictionary of Greek

  • 92Γενεύης, λίμνη — (γαλλ. Lac Leman, γερμ. Genfer See). Λίμνη (582 τ. χλμ.) της δυτικής Ελβετίας, στα σύνορα με τη Γαλλία, η μεγαλύτερη αλπική λίμνη. Η λεκάνη της, η οποία οφείλεται στην εκσκαφική δράση του παγετώνα του Ροδανού, έχει το χαρακτηριστικό σχήμα τόξου… …

    Dictionary of Greek

  • 93Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …

    Dictionary of Greek

  • 94Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… …

    Dictionary of Greek

  • 95θερμοπλαστικές ύλες — Ονομασία όλων των υλών που βρίσκονται στη στερεά κατάσταση σε συνήθη θερμοκρασία, αλλά μαλακώνουν με θέρμανση. Οι ύλες αυτές μπορούν εύκολα να υποστούν κατεργασία και να αποκτήσουν διάφορα σχήματα, τα οποία διατηρούνται έως μία καθορισμένη για… …

    Dictionary of Greek

  • 96Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek

  • 97Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …

    Dictionary of Greek

  • 98Κάουφμαν, Τζορτζ Σ — (George S. Kaufman, Πίτσμπουργκ, Πενσιλβάνια 1889 – Νέα Υόρκη 1961). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Άσκησε την ισχυρότερη επίδραση και σημείωσε τις μεγαλύτερες επιτυχίες απ’ όλους τους ανθρώπους του θεάτρου στο Μπρόντγουεϊ κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 99Καράκουμ — (Kara kum). Έρημος (350.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ασίας, που καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της έκτασης της Τουρκμενιστάν (300.000 τ. χλμ.) και τμήμα του Καζακστάν. Στα Β και ΒΑ συνορεύει με το κοίλωμα Σάρι Καμίς και την κοιλάδα του ποταμού Αμού… …

    Dictionary of Greek

  • 100καυστικές ουσίες ή καυστικά — Χημικά προϊόντα ικανά να καταστρέψουν –όταν έρθουν σε επαφή– τους ζωντανούς ιστούς, προκαλώντας σε αυτούς αισθητές τοπικές αλλοιώσεις. Στις κ.ο. περιλαμβάνονται προϊόντα που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τις χημικές τους ιδιότητες· από τα πιο… …

    Dictionary of Greek