ήπια

  • 81τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek

  • 82τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 83υπακτικός — ή, ό / ὑπακτικός, ή, όν, ΝΑ [ὑπάγω] (για φάρμακο) αυτός που προκαλεί ήπια κάθαρση, καθαρτικός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπακτικό φάρμακο που διευκολύνει την κένωση τού εντερικού σωλήνα, χωρίς να προκαλεί τοπικό ή γενικό ερεθισμό …

    Dictionary of Greek

  • 84υπερχλωρυλοφθορίδιο — το, Ν χημ. άχρωμο, μη διαβρωτικό αέριο με ήπια οσμή που υγροποιείται στους 47°C και στερεοποιείται στους 146°C χρησιμοποιούμενο ως οξειδωτικό μέσο καυσίμων τών πυραύλων και ως μέσο φθοριώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερχλωρυλ(ο)* + φθόριο + κατάλ. ίδιο] …

    Dictionary of Greek

  • 85υπομανία — η, Ν ιατρ. ήπια μορφή μανίας χωρίς παραλήρημα …

    Dictionary of Greek

  • 86φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …

    Dictionary of Greek

  • 87αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… …

    Dictionary of Greek

  • 88αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …

    Dictionary of Greek

  • 89αλδεΰδες — Οργανικές ενώσεις, στο μόριο των οποίων μετέχει μια ομάδα ατόμων με χαρακτηριστική δομή, η λεγόμενη αλδεϋδομάδα. Αυτή αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα, ένα υδρογόνου και ένα οξυγόνου ( CHO). Είναι γνωστές διάφορες χρωστικές αντιδράσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 90Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… …

    Dictionary of Greek