ήπια

  • 71πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 72πραΰνους — και ιων. τ. πρηΰνους, ουν, και οος, οον, Α αυτός που έχει πράο νου, ήπια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς / πρηΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + νοῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 73πραΰφρων — ον, Μ αυτός που έχει ήπια διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …

    Dictionary of Greek

  • 74πραϋπαθής — ές, Α αυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος. επίρρ... πραϋπαθῶς κατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού πρᾶος + παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιο παθής] …

    Dictionary of Greek

  • 75πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… …

    Dictionary of Greek

  • 76προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 77ρινοπνευμονία — η, Ν (κτην.) ήπια προσβολή τών αναπνευστικών οδών τού αλόγου, η οποία οφείλεται σε ερπετοϊό …

    Dictionary of Greek

  • 78στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …

    Dictionary of Greek

  • 79σωματοστατίνωμα — το, Ν (βιοχ.) όγκος που οφείλεται, πιθανώς, σε ανεπάρκεια τής σωματοστατίνης και που έχει ως συμπτώματα επώδυνες κράμπες τού στομαχιού, επίμονη διάρροια, ήπια ανύψωση τού επιπέδου τής γλυκόζης τού αίματος και ξαφνικό κοκκίνισμα τού δέρματος …

    Dictionary of Greek

  • 80τετραλίνιο — το, ή τετραλίνη, η, Ν χημ. υγρή ουσία, υδρογονάνθρακας που λαμβάνεται με ήπια καταλυτική υδρογόνωση τού ναφθαλινίου και χρησιμοποιείται ως διαλύτης και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tetralin, εμπορ. ονομασία] …

    Dictionary of Greek