ήπια
61λοχεία — Το χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από το τέλος του τοκετού μέχρι την επάνοδο των γεννητικών οργάνων και του οργανισμού της γυναίκας στην πριν από την εγκυμοσύνη κατάσταση. Συνήθως η λ. διαρκεί 3 6 εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων απαιτείται… …
62μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …
63μεθυλενοχλωρίδιο — Οργανική ένωση με χημικό τύπο CH2CL2. Ονομάζεται και διχλωρο μεθάνιο. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή παρόμοια με του χλωροφορμίου· έχει σημείο βρασμού 39,8° C, πυκνότητα 1,33 gr/cm3 (στους 20° C) και είναι αδιάλυτο στο νερό. Παρασκευάζεται… …
64ξανθυδρόλη — η χημ. τρικυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τού ξανθενίου, που παρασκευάζεται με ήπια αναγωγή τής ξανθόνης παρουσία αιθοξειδίου τού νατρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xanthydrol (< ξανθός + υδρόλη)] …
65ξεδιψώ — άω (Μ ξεδιψῶ) 1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου 2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα») 3. μτφ. ικανοποιώ. Ι [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διψώ] …
66παράφημι — και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α 1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.) 3.… …
67παρίημι — Α 1. αφήνω κάτι να πέσει δίπλα ή κοντά σε κάτι 2. αφήνω να πέσει κάτι από αμέλεια 3. παρέρχομαι, παραλείπω κάτι 4. περνώ κάτι χωρίς να τό προσέξω, αδιαφορώ για κάτι («τά παθήματα παρεῑσ ἐάσω», Σοφ.) 5. παραμελώ να κάνω κάτι («παρέντα τοῡ μὲν τὸ… …
68παραφθέγγομαι — Α 1. τροποποιώ κάπως την ομιλία μου, λέγω κάτι επί πλέον 2. αναφέρω κάτι «εν παρόδω» 3. μιλώ κακώς, έξω από το ορθό, λέγω ανοησίες 4. διακόπτω τον λόγο κάποιου 5. μιλώ ήπια, μειλίχια, σιγά 6. λέγω ανακριβή, ψευδή ή εσφαλμένα 7. εκστομίζω κάτι… …
69παρηγορικός — ή, ό / παρηγορικός, ή, όν, ΝΑ [παρήγορος] νεοελλ. 1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία 2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο… …
70πείσις — (I) ἡ, Α 1. το πάθος, το νόσημα, η ασθένεια («πᾶν τὸ σῶμα αἰσθήσεται τὴν πεῑσιν», Ιπποκρ.) 2. στον πληθ. αἱ πείσεις μτφ. οι μέτριες και ευγενείς ορμές, τα λεπτότερα και πιο ήπια αισθήματα τού ανθρώπου («κινήσεις και πείσεις τής ψυχής», Φίλ.).… …