ήπια

  • 41ευκρασία — η (ΑΜ εὐκρασία, Α και εὐκρασίη) [εύκρατος] 1. η γλυκύτητα τού καιρού, η ήπια θερμοκρασία, η ηπιότητα τού κλίματος («ἐν ταῑς εὐκρασίαις» στα εύκρατα κλίματα, Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) η καλή κράση τού οργανισμού, η καλή ιδιοσυγκρασία («εὐκρασία τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 42ευφημικώς — εὐφημικῶς (Α) επίρρ. 1. με εύσχημες εκφράσεις, ήπια 2. επαινετικά, με εύφημη μνεία 3. με επευφημίες, με ζητωκραυγές …

    Dictionary of Greek

  • 43εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… …

    Dictionary of Greek

  • 44ημιπάρεση — Μερική αδυναμία ή ήπια παράλυση, που προσβάλλει μια πλευρά του σώματος. Συνήθως οφείλεται σε φλεγμονή, τραύμα, δηλητηρίαση που περιοδικά καταπιέζει την κινητική λειτουργία, αλλά δεν καταστρέφει εκτενώς τα νευρικά κύτταρα. * * * η ιατρ. μερική… …

    Dictionary of Greek

  • 45ηπιοδίνητος — ἠπιοδίνητος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται ήπια, ήσυχα («ἠπιοδίνητα βλέφαρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δίνητος (< δινώ), πρβλ. ευ δίνητος, πολυ δίνητος] …

    Dictionary of Greek

  • 46ηπιόμητις — ἠπιόμητις, ό (Α) αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό μητις] …

    Dictionary of Greek

  • 47ηπιόμυθος — ἠπιόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλάει ήπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μύθος (< μύθος), πρβλ. γλυκύ μυθος, εύ μυθος] …

    Dictionary of Greek

  • 48θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …

    Dictionary of Greek

  • 49θαλαμικός — ή, ό [θάλαμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θάλαμο 2. φρ. «θαλαμικό σύνδρομο» πάθηση τού νευρικού συστήματος που χαρακτηρίζεται από επίμονη απώλεια τής επιφανειακής αισθητικότητας, από ήπια παράλυση και ελαφρά έλλειψη συντονισμού τών… …

    Dictionary of Greek

  • 50θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …

    Dictionary of Greek