ήπια

  • 21CAPELLIS seu CAPRIS insidentes — in primis militiae ruidmentis, iaculari olim discebant tytunculi. Iuvenalis, Sat. 5. v. 155. Qui tegitur parmâ et galeâ metuensque flagelli, Discit ab hirsiita iaculum torqucre capella. Capras cette inequitari consuevisse docet Scriptor Italus,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 22HIRCUS — inter animalia, quae magnifice incedunt, memoratur Prov. c. 30. v. 31. quod prisci Interpretes intelligunt de hirco, qui praecedit gregem. Hic enim tum non minus, barbae et sexus fiduciâ, quam leo et equus, de quibus ibid. cum quadam pompa ac… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …

    Dictionary of Greek

  • 24ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… …

    Dictionary of Greek

  • 25αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 26αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 27απολυταρχία — Πολιτικό σύστημα στο οποίο ο ανώτατος άρχοντας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τις ασκεί χωρίς κανέναν περιορισμό. Η θεωρία ότι o μονάρχης αντλεί την εξουσία του από τον Θεό και ότι είναι συνεπώς ανεξέλεγκτος εκπρόσωπός του στη Γη, εμφανίζεται …

    Dictionary of Greek

  • 28απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …

    Dictionary of Greek

  • 29αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… …

    Dictionary of Greek

  • 30ατάρ — ἀτάρ (σύνδ.) (Α) 1. (ως δηλωτικό αντίθεσης, ένστασης ή επανόρθωσης) αλλά, εντούτοις 2. (στην αρχή του λόγου) όμως, λοιπόν 3. (μετά το επειδή) τότε («ἐπειδὴ ἐπεσσυμένους ἐνόησαν Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε», Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός …

    Dictionary of Greek