ήπια
111Σίτον, Ιωάννης Κόλμπορν — (Seaton). Άγγλος στρατάρχης, έβδομος αρμοστής των Ιονίων Νήσων (1778 1863). Πήρε μέρος στους Ναπολεόντειους πόλεμους και κατόπιν διορίστηκε διοικητής του Καναδά. Στη διάρκεια της θητείας του, σαν διοικητής του Καναδά αντιμετώπισε μεγάλη λαϊκή… …
112Τόνγκα — Tα νησιά Tόνγκα ή των Φίλων (Friendly Islands), όπως τα ονόμασαν οι Eυρωπαίοι που αποβιβάστηκαν εκεί το 18ο αιώνα, είναι ένα σύνολο 169 μεγάλων και μικρών νησιών στο νότιο Eιρηνικό, στα βόρεια του Tροπικού του Aιγόκερω, ανάμεσα στις 173o και 176o …
113Τουρκμενιστάν — H χώρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Kεντρική Aσία και συνορεύει προς βορρά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοδυτικά με το Kαζαχστάν, δυτικά είναι η Kασπία θάλασσα, νότια με το Iράν και νοτιοανατολικά με το Aφγανιστάν.Το Tουρκμενιστάν δημιουργήθηκε μετά τη… …
114υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …
115Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …
116πίνω — πίνω, ήπια βλ. πίν. 194 …
117(μ)πάγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. κάθισμα σε δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα κτλ.), παγκάκι. 2. μακρύ έπιπλο με συρτάρια σε καφενεία κτλ., όπου μπορεί να πιει κανείς κάτι όρθιος: Ήπια βιαστικά έναν καφέ στον (μ)πάγκο. 3. μεγάλο τραπέζι όπου δουλεύουν οι τεχνίτες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
118ήπιος — α, ο επίρρ. α 1. ήρεμος, μετριοπαθής: Ήπιος χαρακτήρας. 2. εύκρατος: Ήπιο κλίμα. 3. μτφ., ήπιο πολιτικό κλίμα (χωρίς οξύτητες). 4. επιεικής: Ήπια τιμωρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
119αναστηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανορθώνω, ξαναχτίζω ερειπωμένο κτίριο (κυρίως αρχαίο μνημείο): Αναστηλώθηκαν αρκετά από τα μνημεία της αρχαίας Πέλλας. 2. δίνω νέα δύναμη, τονώνω: Το φαΐ και το κρασί που ήπια με αναστήλωσαν. 3. το μέσ., αναστηλώνομαι… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
120βραστός — ή, ό 1. ο βρασμένος, αυτός που έχει βραστεί: Σήμερα έχουμε κρέας βραστό. 2. ο καυτός, ο ζεματιστός: Ήπια βραστό το τσάι και έκαψα τη γλώσσα μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)