ήμενος
51απορώ — ησα, ημένος 1. δεν ξέρω τι να κάμω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Ο Ηρακλής απορούσε ποιο δρόμο να ακολουθήσει. 2. ξαφνιάζομαι, δεν μπορώ να εξηγήσω: Απορώ, γιατί δεν ήσουνα στο γάμο του ανιψιού σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
53αποσυμφορώ — και αποσυμφορούμαι ήθηκα, ημένος, αραιώνω, απαλλάσσω (πόλεις, δρόμους) από τη μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων ή ανθρώπων: Αν δεν αποσυμφορηθεί το κέντρο της πρωτεύουσας από την κίνηση οχημάτων, θα είναι σε λίγο αδύνατη η κυκλοφορία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54αποτιμώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ορίζω την τιμή, την αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα: Επιτροπή ορίστηκε για να αποτιμήσει το απαλλοτριωνόμενο ακίνητο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55αργοπορώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., φτάνω καθυστερημένος: Να με συγχωρείτε που αργοπόρησα. 2. μτβ., κάνω κάποιον ν αργήσει: Τους είχε αργοπορήσει το τρένο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56αριθμώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μετρώ, λογαριάζω το πλήθος των μονάδων ενός ποσού: Αρίθμησε σε παρακαλώ τους μαθητές. 2. υπολογίζω με κάποια προσέγγιση: Αριθμούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που πήραν μέρος στη συγκέντρωση. 3. χαρακτηρίζω κάτι με έναν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57αρμολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, γεμίζω με κονίαμα τους αρμούς ανάμεσα στις πέτρες ενός τοίχου: Δεν τον αρμολόγησες, μάστορη, καλά τον τοίχο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58αρρωσταίνω — και αρρωστάω και αρρωστώ ησα, ημένος, αμτβ. 1. ασθενώ: Ως τα σήμερα δεν αρρώστησα ποτέ. 2. στενοχωρούμαι, υποφέρω: Όταν αντικρίζω αυτόν τον άνθρωπο, αρρωσταίνω. 3. μτβ., προκαλώ αρρώστια, στενοχώρια: Αυτός ο καιρός θα μας αρρωστήσει όλους. – Μ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59αστοχώ — και αστοχεύω ησα, ημένος 1. αποτυχαίνω: Πυροβόλησε, αλλά αστόχησε. 2. ξεχνώ, πέφτω έξω σε κάτι: Μου το είχες πει, αλλά εγώ τ αστόχησα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60ατονώ — ησα, ημένος, είμαι άτονος, εξασθενώ, χάνω τη δύναμή μου: Τα μέτρα εναντίον των θορύβων ατόνησαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)