ήμενος
31ανατιμώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ανεβάζω την τιμή κάποιου είδους, ακριβαίνω: Των περισσότερων εταιρειών οι μετοχές ανατιμήθηκαν στο χρηματιστήριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
32ανθοβολώ — ησα, ημένος 1. μτβ., ραντίζω κάποιον με λουλούδια: Το στρατό που έφευγε τον ανθοβολούσαν. 2. αμτβ., είμαι γεμάτος άνθη: Οι λεμονιές κι οι πορτοκαλιές ανθοβολούσαν. 3. σπν., ρίχνω τα άνθη μου: Μερικές πρώιμες αμυγδαλιές είχαν ανθοβολήσει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
33ανθολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μαζεύω λουλούδια. 2. φτιάχνω ανθολογία: Ανθολόγησε τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα των Νεοελλήνων ποιητών. 3. διαλέγω το καλύτερο μέρος από ένα σύνολο: Έχει ανθολογήσει τα πιο διαλεχτά νεοελληνικά διηγήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
34ανθοφορώ — ησα, ημένος, έχω πάνω μου ή παράγω άνθη: Ήταν άνοιξη και τα δέντρα ανθοφορούσαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
35ανιστορώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφηγούμαι, περιγράφω: Στο έργο του αυτό ο συγγραφέας ανιστορεί τα δεινά των κατοίκων από την επιδρομή των πειρατών. 2. ζωγραφίζω: Την εκκλησία ανιστόρησε ένας αγιορείτης καλόγερος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
36ανοικοδομώ — ησα, ήθηκα, ημένος, οικοδομώ, ξαναχτίζω: Θα ανοικοδομήσουν στην περιοχή τρία ακόμη παλιά σπίτια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
37ανοσοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, με εμβολιασμό ή άλλον τρόπο κάνω κάποιον απρόσβλητο στις αρρώστιες: Η ιατρική, με τη βοήθεια της χημείας, έχει επιτύχει να ανοσοποιήσει τον οργανισμό του ανθρώπου σε πολλές αρρώστιες. Ουσ. ανοσοποίηση, η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
38αντιχτυπώ — ησα, ήθηκα, ημένος, ανταποδίνω το χτύπημα: Τον αντιχτύπησε στο πρόσωπο· το μέσο αντιχτυπιέμαι δέρνομαι: Βρίστηκαν κι ύστερα αντιχτυπήθηκαν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
39αντλώ — άντλησα, ήθηκα, ημένος 1. τραβώ νερό ή άλλο υγρό: Για να αντλούν νερό από το πηγάδι έβαλαν μηχανή. 2. παίρνω: Τις πληροφορίες του τις αντλούσε από πολλές πηγές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
40απαρνιέμαι — ήθηκα, ημένος, αποκηρύσσω κάτι που δεχόμουν πρωτύτερα: Δύσκολο πράμα ν απαρνηθεί κανείς γονείς και πατρίδα· φρ. «απαρνήθηκε τα εγκόσμια», έγινε κληρικός ή καλόγερος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)