ήμενος
11ακινητοποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αναγκάζω κάτι να μείνει ακίνητο: Το λάθος τους ήταν ότι ακινητοποίησαν τις καλύτερες δυνάμεις τους. 2. (στο εμπόριο), μετατρέπω τα κεφάλαια σε ακίνητες αξίες (κτήματα): Μερικές επιχειρήσεις ακινητοποίησαν μέρος από τα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12ακουμπώ — και ακουμπίζω ησα, ημένος και ισμένος, ως μτβ. 1. εγγίζω: Μόλις ακούμπησα το βάζο έπεσε κι έσπασε. 2. στηρίζω κάτι κάπου: Ακούμπησε τα βιβλία στο τραπέζι. 3. μτφ., καταθέτω χρήματα στην τράπεζα: Τις οικονομίες του τις ακουμπά ταχτικά στην τράπεζα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13ακριβαγαπώ — ησα, ημένος, αγαπώ τρυφερά: Ήταν κορίτσι όμορφο και ακριβαγαπημένο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
14ακριβολογώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., διατυπώνω με ακρίβεια τα διανοήματά μου: Μερικές φορές δε φροντίζει να ακριβολογεί. 2. μτβ., εξετάζω κάτι λεπτομερειακά: Μην ακριβολογείς τόσο πολύ τα πράγματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
15ακριβοπουλώ — ησα, ημένος, πουλώ ακριβά: Κατάλαβε πως το ήθελα και μου το ακριβοπούλησε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
16αλευροποιώ — ησα, ήθηκα, ημένος, μετατρέπω κάτι σε σκόνη: Στη συνοικία μας ήταν ένα εργοστάσιο που αλευροποιούσε τα κόκαλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
17αμελώ — ησα, ήθηκα, ημένος, παραμελώ, αδιαφορώ: Τον τελευταίο καιρό αμελείς πολύ τις δουλειές σου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
18αμολάω — και αμολάρω (λ. ιταλ.), ησα, ήθηκα, ημένος 1. χαλαρώνω, αφήνω: Αμόλα σκοινί, αμόλα! 2. βάζω σε κίνηση, εξαπολύω: Αμόλησε τα σκυλιά κατά πάνω τους. 3. το μέσ., αμολιέμαι ή αμολιούμαι τρέχω: Αμολήσου (προστ. αορ.) να τον προλάβεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
19αμφισβητώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. φέρνω αντιρρήσεις, δε δέχομαι κάτι σαν βέβαιο: Ήταν ικανός να αμφισβητεί ακόμη και μια μαθηματική αλήθεια. 2. παρουσιάζω αξιώσεις για κάτι: Αμφισβητεί κι αυτός την κληρονομιά της γιαγιάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
20αναβαθμολογώ — ησα, ήθηκα, ημένος, βαθμολογώ ξανά (κυρίως γραπτά εξετάσεων): Τα γραπτά αναβαθμολογήθηκαν, αλλά πήραν τον ίδιο βαθμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)