ήλάκατα
1ἠλακάτα — ἠλακάτᾱ , ἠλακάτη distaff fem nom/voc/acc dual (doric) ἠλακάτᾱ , ἠλακάτη distaff fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ηλάκατα — ἠλάκατα, τὰ (Α) [ηλακάτη] (μόνο στον πληθ.) 1. οι τούφες τών μαλλιών που είναι τοποθετημένα πάνω στην ηλακάτη, δηλ. στη ρόκα 2. το νήμα που κλώθεται από την ηλακάτη …
3ἠλάκατα — wool on the distaff neut nom/voc/acc pl …
4ἠλακάτας — ἠλακάτᾱς , ἠλακάτη distaff fem acc pl (doric) ἠλακάτᾱς , ἠλακάτη distaff fem gen sg (doric aeolic) …
5ἠλάκατ' — ἠλάκατα , ἠλάκατα wool on the distaff neut nom/voc/acc pl …
6ἠλακάταν — ἠλακάτᾱν , ἠλακάτη distaff fem acc sg (doric aeolic) …
7ἠλακάτων — ἠλάκατα wool on the distaff neut gen pl …
8ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …
9ἠλακάται — ἠλακάτη distaff fem nom/voc pl (doric) ἠλακάτᾱͅ , ἠλακάτη distaff fem dat sg (doric aeolic) …