έχω τα
81πλεονεκτώ — έχω περισσότερα από άλλον, υπερέχω, υπερτερώ: Τα παιδιά των πόλεων πλεονεκτούν στα μέσα μόρφωσης από τα παιδιά της επαρχίας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
82συναλλάσσομαι — έχω δοσοληψίες, συναλλαγές: Συναλλάσσεται με τα μεγαλύτερα εμπορικά καταστήματα της πόλης μας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
83συνεπάγομαι — έχω ως αποτέλεσμα, προκαλώ, επιφέρω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
84χρησικαρπούμαι — έχω τη χρησικαρπία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
85εἰχέσθην — ἔχω check imperf ind mp 3rd dual …
86εἰχέτην — ἔχω check imperf ind act 3rd dual …
87εἰχόμεθα — ἔχω check imperf ind mp 1st pl …
88εἰχόμεσθα — ἔχω check imperf ind mp 1st pl …
89εἰχόμην — ἔχω check imperf ind mp 1st sg …
90εἴχεο — ἔχω check imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …