έχω τα
71κακοπεθαίνω — έχω άσχημο θάνατο, πεθαίνω με κακό, οδυνηρό θάνατο …
72κούτομαι — έχω τη διάθεση, μού έρχεται να... («κούτομαι ν ακουμπήσω να κοιμηθώ», Πανώρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κοτέω «είμαι οργισμένος, φθονώ». Η λ. χρησιμοποιείται και σήμερα στην Κρήτη με σημ. «μού έρχεται να κάνω κάτι από αγανάκτηση ή θυμό»] …
73ξινοφέρνω — έχω κάπως ξινή γεύση, είμαι ξινούτσικος, υπόξινος …
74αγοροφέρνω — έχω τρόπους αγοριού: Αυτή η κοπέλα αγοροφέρνει πολύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
75γλυκίζω — έχω γεύση υπόγλυκη: Μερικά ποτά γλυκίζουν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
76ευθύνομαι — έχω την ευθύνη να δώσω λόγο, είμαι υπεύθυνος: Για την απεργία ευθύνεται η εργοδοσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
77ξινοφέρνω — έχω γεύση υπόξινη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
78ομοφρονώ — έχω τα ίδια φρονήματα με άλλον, τις ίδιες αρχές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
79πικροφέρνω — έχω ελαφρά πικρή γεύση: Το τυρί πικροφέρνει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
80πιπερίζω — έχω γεύση πιπεριού, καυστική: Πιπερίζει το τυρί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)