έχω μιά

  • 1έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 2Goin' Through — Esta página o sección está siendo traducida del idioma Idioma no definido en la plantilla {{obtener idioma}}, añádelo a partir del artículo Goin Through, razón por la cual puede haber lagunas de contenidos, errores sintácticos o escritos sin …

    Wikipedia Español

  • 3παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α …

    Dictionary of Greek

  • 4Natasa Theodoridou — (griechisch Νατάσα Θεοδωρίδου, * 24. Oktober 1971 in Thessaloniki), ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Biografie Natasa Theodoridou begann ihre Karriere in den Nachtclubs ihrer Heimatstadt… …

    Deutsch Wikipedia

  • 5Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …

    Википедия

  • 6Теодориду, Наташа — Наташа Теодориду 2007 год Основная информация Имя при рождении греч …

    Википедия

  • 7καταρρέπω — (Α) 1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.) 2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον» …

    Dictionary of Greek

  • 8αναπόσβεστος — η, ο 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε, δε διαγράφηκε: Έχω ακόμη μερικές οικονομικές υποχρεώσεις αναπόσβεστες. 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να διαγράψει, να ξοφλήσει: Έχω μια αναπόσβεστη οφειλή απέναντί σου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9ηχώ — Φαινόμενο ανάκλασης του ήχου, κατά το οποίο ένας ήχος ακούγεται επαναλαμβανόμενος ακόμα και πολλές φορές –ολόκληρος ή ένα μέρος του– ορισμένο χρόνο μετά τη στιγμή της εκπομπής του. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται όταν o ήχος –ο οποίος διαδίδεται… …

    Dictionary of Greek

  • 10αμαξιά — η 1. φορτίο άμαξας: Φέρε μας μια αμαξιά κοπριά. 2. η διαδρομή της άμαξας: Έχω μια κοντινή αμαξιά· σε λίγο θα μαι πάλι εδώ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)