έχω μεγάλο

  • 1στομάχι — (Ανατ.). Το πρώτο μέρος του ενδοκοιλιακού τμήματος του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται αμέσως κάτω από το αριστερό μισό του διαφράγματος και συνεχίζεται προς τα πάνω με τον οισοφάγο και προς τα κάτω με το δωδεκαδάκτυλο. Η περιοχή μετάβασης από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 2μυριανδρούμαι — μυριανδροῡμαι, έομαι (Μ) [μυρίανδρος] (για πόλη) κατοικούμαι από μυριάδες άντρες, έχω μεγάλο πληθυσμό …

    Dictionary of Greek

  • 3περιδείδω — Α 1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι 2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δείδω «φοβάμαι»] …

    Dictionary of Greek

  • 4παραέχω — έχω κάτι σε μεγάλο βαθμό, δηλ. περισσότερο από όσο πρέπει, έχω με το παραπάνω («παραέχεις υπομονή») …

    Dictionary of Greek

  • 5Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 6αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 7πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 8λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …

    Dictionary of Greek

  • 9καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 10κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek