έχθρα
91τύφλα — η, Ν 1. τυφλότητα, στραβομάρα 2. μτφ. (ως υβριστική χειρονομία) φάσκελο, μούντζα 3. (ως επιφών.) «τύφλα!» ή «τύφλες και μούντζες!» λέγεται για κάποιον που σκοντάφτει ή που είναι, γενικά, αδέξιος 4. φρ. α) «τύφλα στο μεθύσι» πολύ μεθυσμένος, πίτα… …
92υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] …
93υποτύφω — Α 1. σιγοκαίω, κρυφοκαίω βγάζοντας καπνό («πῡρ ὑποτύφει τὴν νῆσον», Φιλόστρ.) 2. μτφ. ενισχύω κρυφά ή ύπουλα κάποιο πάθος (α. «ὑποθύψας τὴν διαβολήν», Πολ. β. «ὑποτύφεται ἔχθρα», Κτησ.) 3. παθ. ὑποτύφομαι (μτφ. για πρόσωπα) καίγομαι από κρυφή… …
94φανατισμός — Συναισθηματική έξαρση που οδηγεί σε υπερβολές κάθε είδους. Αρχικά ο όρος είχε μόνο θρησκευτική έννοια, αλλά στη σημερινή γλώσσα επεκτάθηκε ώστε να σημαίνει και την έξαρση που κατέχει εκείνον που πιστεύει πως είναι επιφορτισμένος με μια αποστολή… …
95φιλαπεχθημοσύνη — ἡ, ΜΑ [φιλαπεχθήμων, ονος] το να επιδιώκει κανείς να γίνεται εχθρός τών άλλων («τοιαύτης φιλαπεχθημοσύνης καὶ πονηρίας καὶ ἀναιδείας», Δημοσθ.) αρχ. στον πληθ. αἱ φιλαπεχθημοσύναι ενέργειες, πράξεις που υποκινούν έχθρα …
96φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ …
97φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …
98φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …
99χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… …
100χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …