έχθρα

  • 61κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… …

    Dictionary of Greek

  • 62κατατίθημι — (AM) μσν. μέσ. κατατίθεμαι α) αφήνω, εγκαταλείπω, απαρνούμαι β) συμφωνώ, δέχομαι γ) καταλήγω μόνιμα, εγκαθίσταμαι κάπου μσν. αρχ. ενεργ. (για νεκρό) ενταφιάζω αρχ. 1. τοποθετώ, αφήνω κάτι κάτω, αποθέτω 2. βγάζω τα όπλα μου και τά αφήνω κατά μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 63καταχθίζομαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) είμαι μισητός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κατ εχθίζομαι με αφομοίωση < κατ(α) * + ἀχθίζομαι «προκαλώ έχθρα»] …

    Dictionary of Greek

  • 64κοτέω — (Α) [κότος] 1. είμαι οργισμένος με κάποιον, τρέφω οργή, έχθρα, μίσος, οργίζομαι (α. «τῆσδ ἀπάτης κοτέων», Ομ. Ιλ. β. «εἰ μή τις θεός ἐστι κοτεσσάμενος Τρώεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φθονώ, τρέφω αντιζηλία («κεραμεὺς κεραμεῑ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων»,… …

    Dictionary of Greek

  • 65κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… …

    Dictionary of Greek

  • 66λυσσώδης — ες (Α λυσσώδης, ῶδες) [λύσσα] 1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος 2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα β. «λυσσώδης μάχη») 3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες η μανιώδης ορμή αρχ. αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης… …

    Dictionary of Greek

  • 67μάχητα — και μάχιτα, η μάχη, έχθρα, διαμάχη 2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε ητα (πρβλ. άργ ητα, κάκ ητα)] …

    Dictionary of Greek

  • 68μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …

    Dictionary of Greek

  • 69μίσος — το (ΑΜ μῑσος) 1. έχθρα* 2. αποστροφή, απέχθεια, αντιπάθεια προς κάποιον αρχ. αντικείμενο μίσους, μισητό πράγμα, μίσημα («ἄγεε τὸ μῑσος, ὡς κατ ὄμματ αὐτίκα παρόντι θνήσκῃ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μισῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 70μισέταιρος — μισέταιρος, ον (Α) αυτός που αισθάνεται μίσος, έχθρα για τους συντρόφους, τους φίλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἑταῖρος «φίλος, σύντροφος» (πρβλ. φιλ έταιρος)] …

    Dictionary of Greek