έχθρα

  • 31έχθρισσα — ἔχθρισσα, ἡ (Μ) (το θηλ. τού εχθρός) εχθρά, εχθρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρ (εχθρός) + ισσα] …

    Dictionary of Greek

  • 32έχτρα — η βλ. έχθρα …

    Dictionary of Greek

  • 33αγγλοφοβία — η [αγγλόφοβος] φόβος, δυσπιστία ή έχθρα για τους Άγγλους …

    Dictionary of Greek

  • 34αδελφομαχία — η 1. μίσος, έχθρα μεταξύ αδελφών ή στενών φίλων 2. πόλεμος μεταξύ ομοεθνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μαχία < μάχος < μάχομαι] …

    Dictionary of Greek

  • 35αλλόκοτος — η, ο (Α ἀλλόκοτος, ον) ο ασυνήθιστος στη μορφή ή τη φύση, παράδοξος, τερατώδης αρχ. φρ. «ἀλλόκοτον ὄνομα», παράδοξη, ασυνήθιστη λέξη «ἀλλόκοτον πράγμα», δυσάρεστο, σκληρό, φοβερό πράγμα, φοβερή υπόθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + κότος «οργή, έχθρα,… …

    Dictionary of Greek

  • 36αμάχη — η 1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια 2. το αμάχι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση τού αντιθέτου αγάπη. ΠΑΡ. αμαχεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 37απεχθητικός — ἀπεχθητικός, ή, όν (Α) γεμάτος έχθρα, φθονερός …

    Dictionary of Greek

  • 38αφιλέχθρως — ἀφιλέχθρως επίρρ. (Μ) [φιλέχθρως] χωρίς διάθεση για έχθρα …

    Dictionary of Greek

  • 39βαρύκοτος — βαρύκοτος, ον (Α) εκείνος που κατέχεται από μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κότος «οργή, έχθρα, μίσος»] …

    Dictionary of Greek

  • 40διαμερισμός — ο (AM διαμερισμός) [διαμερίζω] κατανομή, διανομή, διαμοιρασμός αρχ. ασυμφωνία, έχθρα …

    Dictionary of Greek