έχθρα

  • 21εχθρία — η (ΑΜ ἐχθρία, Μ και ἐχριά και ὀχθριά και ὀχτριά) [εχθρός] (μεταγ. τ. τού έχθρα) έχθρα, μίσος …

    Dictionary of Greek

  • 22κοτήεις — και κοτόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος οργή και έχθρα, οργισμένος, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα ήεις / όεις (πρβλ. δενδρ ήεις / κυκλ όεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 23κοτεινός — κοτεινός, ή, όν (Α) κοτήεις*, γεμάτος οργή και έχθρα, φθονερός, εκδικητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότος «οργή, έχθρα» + επίθημα εινός (πρβλ. σκοτ εινός, υγι εινός)] …

    Dictionary of Greek

  • 24νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως …

    Dictionary of Greek

  • 25вражьда — ВРАЖЬД|А (134), Ы с. Ненависть, вражда, злоба: то люди цр҃квныѣ б҃адѣлныѣ мiтропѡлитъ или п(с)пъ вѣдаѥть межи ими. соудъ... или вражда... аже будеть иномоу чл҃вкоу с тымъ чл҃вкомь рѣчь ||=то ѡбчии соудъ. УВлад сп. сер. XIV, 629 630; не люби… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 26вражьдьно — (5*) нар. к вражьдьныи: иже вражьдьно ц(с)рви мысл˫ащаго моуками ѡ(т)||мьстилъ ѥси достоинами. (ἐχϑρά) ЖФСт XII, 128 об. 129; дроугъ ѡ(т) дроуга клѩтвами вражь(д)но оуѩзвѣѥми. (ἐχϑρωδῶς) КР 1284, 381а; ни образнѣ етерѣ жертвѣ обра(з) бывающи.… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 27Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …

    Dictionary of Greek

  • 28Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …

    Dictionary of Greek

  • 29έχθος — ἔχθος, τὸ (ΑΜ) μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.) αρχ. το αντικείμενο τού μίσους ή τής έχθρας («ὦ πλεῑστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῑνος κλύειν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εχθρός] …

    Dictionary of Greek

  • 30έχθρασμα — ἔχθρασμα, τὸ (Α) [εχθραίνω] (κατά τον Ησύχ.) έχθρα …

    Dictionary of Greek