έχθρα
121έχθρητα — η βλ. έχθρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122αμάχη — η (προτακτ. α + μάχη), έχθρα, μίσος: Του χει αμάχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123γινάτι — το (λ. τουρκ.) 1. το πείσμα, η ισχυρογνωμοσύνη: Τον έπιασε το γινάτι του και δε θέλει να τη συγχωρέσει. 2. μίσος, έχθρα: Μου κρατάει γινάτι, γιατί δεν πήρα το μέρος του στον καβγά. 3. φρ., «Το γινάτι βγάζει μάτι», το πείσμα βλάπτει τελικά αυτόν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124διχόνοια — η διαφωνία, φιλονικία, διάσταση απόψεων που φέρνει έχθρα: Η διχόνοια καταστρέφει ολόκληρους λαούς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125ειρηνεύω — ειρήνευσα και ειρήνεψα, ειρηνεμένος, ως μτβ. 1. συμφιλιώνω αντιπάλους, ειρηνοποιώ: Είχαν έχθρα χρόνια και τους ειρήνευσα. 2. μτφ., καταπαύω τις εχθροπραξίες, την εξέγερση. 3. καθησυχάζω, καταπραΰνω, μερώνω: Τα ειρήνευσα τα καημένα τα παιδάκια που …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126εχθρικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από εχθρό ή από έχθρα: Εχθρικές ενέργειες, εχθρικό βλέμμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127εχθρότητα — η βλ. έχθρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
128μαχαίρι — το ιού 1. εργαλείο που αποτελείται από μια λαβή και μια μεταλλική λεπίδα και χρησιμεύει για κόψιμο. 2. χειρουργικό εργαλείο, το νυστέρι: Θέλει μαχαίρι το στομάχι (χρειάζεται εγχείρηση). 3. φρ., «Είναι στα μαχαίρια», υπάρχει μεγάλη έχθρα μεταξύ… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)