έχθρα
11ἐχθράς — ἐχθρά̱ς , ἐχθρός hated fem acc pl …
12ἐχθρῶν — ἔχθρα hatred fem gen pl ἔχθρη hatred fem gen pl ἐχθρός hated fem gen pl ἐχθρός hated masc/neut gen pl …
13ἔχθραις — ἔχθρα hatred fem dat pl ἔχθρη hatred fem dat pl …
14ἔχθρη — ἔχθρα hatred fem nom/voc sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem nom/voc sg (epic ionic) …
15ἔχθρην — ἔχθρα hatred fem acc sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem acc sg (epic ionic) …
16ἔχθρης — ἔχθρα hatred fem gen sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem gen sg (epic ionic) …
17ἔχθρῃ — ἔχθρα hatred fem dat sg (epic ionic) ἔχθρη hatred fem dat sg (epic ionic) …
18εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …
19ἔχθρ' — ἔχθραι , ἔχθρα hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρα hatred fem dat sg (attic doric aeolic) ἔχθραι , ἔχθρη hatred fem nom/voc pl ἔχθρᾱͅ , ἔχθρη hatred fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
20έχθρητα — η (Μ ἔχθρητα) έχθρα, εχθρότητα, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχθρ (έχθρα) + κατάλ. ητα αναλογικά προς τα ουσ. σε (τ)ητα (πρβλ. νεότητα, τιμιότητα)] …