έχει καρδιά

  • 1καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …

    Dictionary of Greek

  • 2ακάρδιος — α, ον (Α ἀκάρδιος ον) [καρδιά, καρδία] εκείνος που δεν έχει καρδιά νεοελλ. 1. μτφ. άτολμος, δειλός 2. μτφ. ανόητος 3. αναίσθητος, ασυγκίνητος 4. (για ξύλο) αυτό που δεν έχει καρδιά, δεν έχει εντεριώνη …

    Dictionary of Greek

  • 3πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …

    Dictionary of Greek

  • 4λυκοκάρδιος — λυκοκάρδιος, ον (Μ) αυτός που έχει καρδιά σαν τού λύκου, σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ κάρδιος, ταραξι κάρδιος] …

    Dictionary of Greek

  • 5πετρόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, σκληρόκαρδος, ανάλγητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + καρδιά (πρβλ. σκληρό καρδος)] …

    Dictionary of Greek

  • 6χρυσόκαρδος — η, ο, Ν μτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντό καρδος] …

    Dictionary of Greek

  • 7περ(ι)βόλι — το 1. κήπος, κτήμα: Μόν ήσυχα ο Τηλέμαχος ορίζει τα περβόλια (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 2. μτφ., ευχάριστος, απολαυστικός: Αυτός έχει καρδιά περιβόλι. (ειρων.), «Μου κανες την καρδιά περιβόλι», με λύπησες πολύ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 8άσπλαχνος — (AM ἄσπλαγχνος) αυτός που δεν έχει μέσα του σπλάχνα, που δεν έχει καρδιά, ο άκαρδος, ο ανηλεής, ο απάνθρωπος αρχ. 1. ο δειλός 2. αυτός που δεν τρώει σπλάχνα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνον το νεοελλ. άσπλαχνος < άσπλαγχνος με απλοποίηση του… …

    Dictionary of Greek

  • 9μπαξές — και μπαχτσές και μπαχτσιάς, ο 1. κήπος, περιβόλι 2. φρ. α) «έχει καρδιά μπαξέ» είναι εύθυμος και καλοκάγαθος άνθρωπος β) «απ όλα έχει ο μπαξές» υπάρχει επάρκεια ή και αφθονία τών απαραίτητων αγαθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bahce] …

    Dictionary of Greek

  • 10έμμητρος — ἔμμητρος, ον (Α) (για φυτό, ξύλο) αυτός που έχει καρδιά, ψίχα …

    Dictionary of Greek