έσω

  • 91αθηροσκλήρωση — η Ιατρ. σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπών (αθηρώματα) στον έσω χιτώνα τών αρτηριών. [ΕΤΥΜΟΛ. < atherosclerosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής < athero (> αθήρωμα*) + sclerosis (< σκλήρωσις ( η)] …

    Dictionary of Greek

  • 92αθηρωμάτωση — η Ιατρ. ο σχηματισμός πλακών από εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα τών αγγείων τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < atheromatosis, νεολατιν. επιστημονικός όρος, ελληνογενής αθήρωμα* + ωσις ( ή)] …

    Dictionary of Greek

  • 93ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …

    Dictionary of Greek

  • 94αναβολέας — Εκείνος που βοηθάει κάποιον να ανέβει σε άλογο. Επίσης, ο σιδερένιος κρίκος που κρέμεται από το εφίππιο, γνωστός και ως σκάλα. Α. λέγεται και ένα είδος χειρουργικού εργαλείου. (Ανατ.) Το μικρότερο από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στο μέσο αφτί… …

    Dictionary of Greek

  • 95ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …

    Dictionary of Greek

  • 96απευθυσμένο — Τμήμα στο παχύ έντερο, που αποτελεί συνέχεια του σιγμοειδούς και τελειώνει στο ύψος του πρωκτού· βρίσκεται μπροστά στο ιερό οστό και εκτελεί κυρίως τη λειτουργία αποβολής των κοπράνων. Ο μυϊκός χιτώνας των τοιχωμάτων του γίνεται πιο παχύς στο… …

    Dictionary of Greek

  • 97αρτηριοσκλήρωση — και σκλήρυνση, η νόσος των αρτηριών που οφείλεται σε εναπόθεση λιπαρών ουσιών στον έσω χιτώνα ή σε σκλήρυνση του μέσου χιτώνα με εναπόθεση ασβεστίου ή σκλήρυνση των μικρών αρτηριών …

    Dictionary of Greek

  • 98ελικότρημα — το τρήμα στην κορυφή τού κοχλία τού έσω ωτός …

    Dictionary of Greek

  • 99εμπρέπεια — ἐμπρέπεια, η (Α) ευπρέπεια («τὴν ἔσω ἐμπρέπειαν», Ιω. Χρυσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 100ενδαρτήριο — το το επιθήλιο που επενδύει το έσω τοίχωμα τών αρτηριών …

    Dictionary of Greek