έσω

  • 81PLUTEI — auctore Vegetiô, l. 4. c. 15. machinae fuêre mobiles et ambulatoriae, ex tabulis, vimine aut coriô constratae, trinisque rotulis adigi solitae, ad muros, quarum una in medio, duae in capitibus apponebantur ita, ut in quamcumque partem quis vellet …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 82SIRBONIS — quae SIRBON Stephan. Serbonis Herodoto ac Diodero Siculo, Barathra Polybio, palus ingens, melius stagnum Palaestinae in Aegypti confinio inter Casinm et pelusium, in ora maris Syriaci. Dionys. Η᾿ δ᾿ ὅςςοι νοτερῇσιν ἐπ᾿ ἠϊόνεσϚι θαλάσϚης Παῤῤαλίην …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 83SPONDA — duplex in lecto, sic enim huius latera dicta, Graece ενήλατα, interior videl. et exterior. Illa propius parietem erat, eminenti pluteô munita, quamvis non tam altô, quam ille qui ad lecti caput: atque hinc illa plutei proprie, sicut exterior,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 84Ίδηθεν — Ἴδηθεν (Α) επίρρ. από την Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + κατάλ. θεν που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. εκεί θεν, έσω θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 85έκκριση — η (AM ἔκκρισις) λειτουργία με την οποία τα κύτταρα και ιδίως τα στοιχεία τών αδενικών επιθηλίων παράγουν ουσίες οι οποίες αποχετεύονται με εκφορητικό πόρο σε άλλο όργανο ή προς τα έξω («έξω έκκριση») ή μέσα στο αίμα («έσω έκκριση») αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 86έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …

    Dictionary of Greek

  • 87έσωθεν — (ΑΜ ἔσωθεν, Α σπαν. και ἔσωθε και μόνο στον Ιπποκρ. εἴσωθεν) επίρρ. 1. από μέσα («ακούεται φωνή έσωθεν») νεοελλ. από το εσωτερικό μέρος, από την εσωτερική όψη («ο μανδύας είναι επενδεδυμένος έσωθεν διά δέρματος») μσν. 1. στα σωθικά, μέσα στην… …

    Dictionary of Greek

  • 88ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …

    Dictionary of Greek

  • 89αίθουσα — I Δωμάτιο που χρησιμεύει για την υποδοχή των ξένων· δωμάτιο συνεδριάσεων, διαλέξεων, συναυλιών κλπ. Στην αρχαία Ελλάδα α. ήταν η στοά που την έβλεπε ο ήλιος και φωτιζόταν από αυτόν, σε αντίθεση με τα δωμάτια που, την εποχή του Ομήρου, δεν είχαν… …

    Dictionary of Greek

  • 90αγκώνας — Η εξωτερική καμπή του άνω άκρου, μεταξύ βραχίονα και αντιβραχίου. Η άρθρωση του α. είναι σύνθετη. Αποτελείται από δύο αρθρώσεις, την πηχεοβραχιόνιο και την άνω κερκιδωλενική, οι οποίες περιβάλλονται από κοινό αρθρικό θύλακο. Η πηχεοβραχιόνιος… …

    Dictionary of Greek