έσω

  • 31σοφιλιάζω — Ν εφαρμόζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *συφιλιάζω (< συν + φιλία, κατά τα ρ. σε άζω) με παρετυμολ. επίδραση τού ισο ή τού εσω (πρβλ. εσώ βρακο > σώβρακο)] …

    Dictionary of Greek

  • 32στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 33σώγαμπρος — ο, Ν γαμπρός που κατοικεί στο σπίτι τής οικογένειας τής συζύγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *εσώ γαμπρος (< έσω + γαμπρός) με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …

    Dictionary of Greek

  • 34υδραγωγός — ο, / ὑδραγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που μεταφέρει το νερό (α. «υδραγωγός σωλήνας» ο υδροσωλήνας β. «υδραγωγὸς σείριος», Πλούτ.) νεοελλ. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί έκχυση εξιδρωμάτων ή υπέρμετρη διάρροια 2. το αρσ. ως ουσ. ο υδραγωγός α) τεχνολ.… …

    Dictionary of Greek

  • 35υμένας — (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι). * * * ο / ὑμήν, ένος …

    Dictionary of Greek

  • 36ՆԵՐՔՈՅ — (ոյք.) NBH 2 0423 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա.գ. ὀ ἕσω, ὀ ἕσωθεν intrinsecus ὀ κάτω inferior. որպէս Ներքին, այսինքն խորին. միջին. ներքսագոյն. եւ Ստորին, ներքոյ անկեալ. որ ինչ կայ ընդ այլով կամ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 37Средиземное — море, др. русск. название – Великое море (Хож. игум. Дан. 5). Совр. название представляет собой кальку польск. Srodziemne morze или нем. Мittelländisches Мееr Средиземное море , которые в свою очередь калькируют лат. mare Мediterraneum (Солин,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 38внутрь — внутри, др. русск. утрь внутрь, внутри , русск. цслав. утрьюду изнутри (Срезн. III, 1317), ст. слав. вънѫтрь ἔσω, ἐντός (Клоц., Супр.), болг. вътре, внътре внутри , сербохорв. унутар, словен. nȏtǝr, др. чеш. vňutř, чеш. vnitř внутри , слвц.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 39Esotericism — Arcane and Esoteric redirect here. For other uses, see Arcane (disambiguation) and Esoteric (disambiguation). Esotericism or Esoterism signifies the holding of esoteric opinions or beliefs,[1] that is, ideas preserved or understood by a small… …

    Wikipedia

  • 40Эсотерическое учение — (от греч. έσω внутри) учение, предназначенное исключительно для посвященных, в противоположность учению эксотерическому, назначаемому для непосвященных, т. е. для большой публики. По преданию, пифагорейцы делили свое учение на Э. и эксотерическое …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона