έσω

  • 121εσώβιγλα — ἐσώβιγλα, τὰ (Μ) (στο Βυζ.) τα φυλάκια τής δεύτερης γραμμής τών προφυλακών στην εκστρατεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + βίγλα] …

    Dictionary of Greek

  • 122εσώθυρα — η η έσω θύρα οικίας ή άλλου οικοδομήματος …

    Dictionary of Greek

  • 123εσώκλειστος — η, ο 1. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε κάτι, κυρίως σε φάκελο επιστολής («εσώκλειστος λογαριασμός»). επίρρ... εσωκλείστως και α μέσα σε κάτι, ιδίως σε φάκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 124εσώρουχο — και μεσόρουχο και εσωφόρι, το το εσωτερικό ρούχο, το ασπρόρρουχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ρούχο. Η λ. στον πληθ. εσώρουχα μαρτυρείται από το 1888 στο Ημερολόγιον Κυριών] …

    Dictionary of Greek

  • 125εσώτατος — η, ο (ΑΜ ἐσώτατος, ἐσωτάτη, ον) αυτός που βρίσκεται πιο μέσα απ όλους, ο ενδότατος, ο μύχιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εσώτατο α) το εσώτερο, το βαθύτερο μέρος β) (φιλοσ.) καθετί που ανήκει αποκλειστικά στο άτομο ή στη φύση. επίρρ... εσώτατα (Α… …

    Dictionary of Greek

  • 126εσώτυπος — ἐσώτυπος, ον (Μ) (το ουδ. τοῡ επιθ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσώτυπα τα τακτικά έσοδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τύπος] …

    Dictionary of Greek

  • 127εσώψυχος — η, ο και σώψυχος, η, ο 1. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκφράζεται, δεν εκδηλώνεται εξωτερικά, αλλά συμβαίνει μόνο στην ψυχή («εσώψυχο μίσος») 2. ο ειλικρινής, ο βαθύς, αυτός που προέρχεται βαθιά μέσα από την ψυχή («εσώψυχη συμπόνοια»). Επίρρ …

    Dictionary of Greek

  • 128ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …

    Dictionary of Greek