έσω

  • 111εσωκράτησις — ἐσωκράτησις και σωκράτησι, ἡ (Μ) ανεφοδιασμός ή μέσα ανεφοδιασμού («τὸ κάστρο τὴν δύναμιν τὴν ἔχει, ἐπεὶ ἔχει σωκράτησιν», Χρον. Μορ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κράτησις] …

    Dictionary of Greek

  • 112εσωλούρικον — ἐσωλούρικον, τὸ (Μ) θώρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + λουρίκιον < λατ. lorica «θώρακας»] …

    Dictionary of Greek

  • 113εσωμέρου — ἐσωμέρου (Μ) επίρρ. την ίδια μέρα, αυθημερόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + γεν. ημερού τού ουσ. (η)μέρα (πρβλ. εξωμέρου)] …

    Dictionary of Greek

  • 114εσωμονίται — ἐσωμονῑται, οἱ (Μ) οι μοναχοί που διαβιούν μέσα σε μονή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + θ. μον (πρβλ. μονή) + επίθημα ιτης (πρβλ. ενορ ίτης, συνορ ίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 115εσωνάρθηξ — και εσωνάρθηκας, ο ο εσωτερικός νάρθηκας τών εκκλησιών, το αμφίστυλο, η λιτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + νάρθηξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αλέξ. Ρ. Ραγκαβή] …

    Dictionary of Greek

  • 116εσωπάνι — και σωπάνι, το ύφασμα που είναι ραμμένο στο εσωτερικό μέρος ενός φορέματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + πανί] …

    Dictionary of Greek

  • 117εσωράχι — το η εσωτερική επιφάνεια (εσωτερική καμπυλότητα) θόλου ή αψίδας (καμάρας), άντυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + ράχη] …

    Dictionary of Greek

  • 118εσωστρεφής — ές αυτός τού οποίου τα ενδιαφέροντα και οι συγκινήσεις στρέφονται προς τον εσωτερικό του κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + στρεφής (< στρέφω) πρβλ. εξω στρεφής] …

    Dictionary of Greek

  • 119εσωτρόπιο — και σωτρόπι, το ναυτ. η δεύτερη εσωτερική τρόπιδα (καρίνα) που τοποθετείται για ενίσχυση τής κανονικής, εσωτερικής τρόπιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + τρόπις. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. carlingue). Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους… …

    Dictionary of Greek

  • 120εσωφόρι — και εσωφόριο, το (Μ ἐσωφόριον και σωφόριν) εσώρουχο που φορούν οι γυναίκες μέσα από το κανονικό φόρεμα, το μεσοφόρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + φόρι( ον) < φορώ πρβλ. πανω φόρι( ον)] …

    Dictionary of Greek